Ο Διάβολος με το κηροπήγιο

Ο Διάβολος με το κηροπήγιο

Το ΒΡΑΔΙ η γριά θύμωνε, «θα σ’ αποκληρώσω», φώναζε, και χτύπαγε
την αλλοίθωρη, ραγισμένη κούκλα
που σώπαινε μοχθηρά – ένα σπίτι παλιό, όπου οι ένοικοι στριμωχνόμα-
στε μες στην αφάνεια, ή ζητώντας ο ένας στον άλλον λίγη κλωστή,–
η υγρασία συντηρούσε στους τοίχους τους παλιούς εφιάλτες,

 

(Ακούστε την απαγγελία)

      1. Διάβολος - Τάσος Λειβαδίτης

 

μια νύχτα, παγωνιά, «ας δω την τύχη μου», είπα, στο βάθος του διαδρό-
μου έμενε η λιγδερή χαρτορίχτρα,
ακούμπησα ένα νόμισμα στο πιάτο, εκείνη τράβηξε το πρώτο χαρτί: ντά-
μα σπαθί, «είναι η γυναίκα με τα μυρωδικά», μου λέει,
το δεύτερο χαρτί ήταν τρία κούπα: «θάσαστε τρεις», μου λέει, κι ύστερα
τράβηξε το άλλο χαρτί που δεν ονομάζεται–
το πλήθος συνέχιζε να περνάει τη γέφυρα, άλλοι έφταναν απ’ τα προά-
στια, ο ιεροκήρυκας φώναζε, «αδερφοί». Το βράδι στο νεκρώσιμο
δείπνο
βουτούσαν το ψωμί στη νερουλή σούπα, ώσπου, κάποιος παρείσαχτος,
απ’ αυτούς που προσκολλώνται για το φαί, δεν άντεξε, σηκώθηκε
κι έφερε όλον τον γειτονικό κήπο. Τα έντομα έκαναν έναν ήσυχο θόρυβο
μεταφέροντας τις αρετές της νεκρής.

Η Ρόζα, όταν δεχόταν πελάτη, έβαζε ένα χαρτόνι στη γωνιά
να μην τη βλέπει η ανάμνηση του πατέρα–κάποιος έβγαινε μ’ ένα τσε-
κούρι τη νύχτα και χτύπαγε στα τυφλά,
είχε αναστατωθεί η πολιτεία, έρευνες, ανακρίσεις,
καμμιά φορά, κάποιος ερχόταν, γονάτιζε μπρος στις εικόνες και τα παρα-
δεχόταν όλα
από καταβολής κόσμου–

Σκέφτομαι αλήθεια, γιατί όλα αυτά, αφού με πολύ λιγώτερα
μορεί κανείς να χαθεί. Θυμάμαι κάποιον που η όρεξή του ζήτησε, κά-
ποτε, μια ρομβία
και κάθισε και την έφαγε, εκεί, στη γωνιά
φτύνοντας μόνο το δεκανίκι του στρατιώτη, κι η χοντρή, άσχημη γυναίκα
είχε κρεμάσει τα βυζιά της στο μπαλκόνι
«μη με λυπόσαστε», έλεγε, «εγώ είμαι πονηρή», και κοίταζε το τέλος του
δρόμου,
ύστερα καθήσαμε πάνω στα χόρτα, στο σκοτεινό κοιμητήρι,
βοηθώντας το νεκρό παιδί.

Κ ύστερα πάλι η αιχμαλωσία, ο τέτανος, τα μακρόσυρτα σούρουπα,
ο δραπέτης δεν ήξερε που να κλάψει κι ο φράχτης τον κοίταζε μητρικά,
«τυράννησέ με», μούλεγε η κουτσή γυναίκα, «θέλω να ξεφύγω»–«δυστυ-
χισμένη, που να πας»,
ήξερα, αλήθεια, μα οικογένεια τυφλών, κανείς δεν έβλεπε, χρόνια τώρα,
κι όταν κάποτε το σπίτι τους πήρε φωτιά, λένε πως την έσβυσαν
μ’ αυτή τη δύναμη που είχαν να μην βλέπουν. Αργότερα θα διηγηθώ τα
υστερνά.

Τώρα γυρεύω ν’ αποτελειώσω το πρόσωπό μου με κομμάτια πανιά, πέ-
ταλα, ακρίδες,
αλλά ποιος ξέρει τι υπάρχει στο σκοτεινό βάθος του μαγαζιού
πίσω απ’ το τελευταίο χαρτόνι…
Μια απερίγραπτη, διαβολική συνομωσία τεμαχισμένη σε δρόμους, συν-
θήματα, παιδικά καροτσάκια,
η εξέγερση θα γίνει τα μεσάνυχτα, έλεγαν, «έτσι θα μάθουμε και την
ώρα», είπε κάποιος,

(Συνεχίζεται στην επόμενη σελίδα)

Σχετικά...

Pages: 1 2 3 4

Leave a Reply