Μια Γεννήτρια στον Άνεμο - Μέρος VII

Μία Γεννήτρια στον Άνεμο – Μέρος VII

Πράξη 3η

 

Περίμενε για ώρες στο πλατύσκαλο
Θα περάσει ο Βασιλιάς
Θα τον δεις
Θα ησυχάσεις
Θα μοιραστείτε τη φοβερή περιέργειά σας
Θα μοιράσετε και δώρα
Στους «Τρελλούς»
Μπορείτε να μοιραστείτε και τ’ Αστέρια
ΧαΧαΧαΧα

Έλα!
Έλα να σου Δείξω!
Εδώ είναι τα Τείχη της Τροίας
Κάθε απόγευμα σέρνει ο Αχιλλέας το Πτώμα του Έκτορα
Απ’ τα αδιάβροχα σάλια του τρέχουν βδέλλες
Σε κάθε γωνιά τους ένας Δούρειος Ίππος
Στην Κοιλιά του μια Σκακιέρα
Κι εκεί που ‘λεγες «Θα ‘χουμε Φασαρίες»
Μαζεύεται Κόσμος πολύς
Σάκκοι άδειοι με βουβαμένο στόμα
Κερνούν φαυλόπιτες τη Στέρφα Γη
Θέλεις να μάθεις πως μ’ έκλεισαν στο Άσυλο;;
Είχαμε ένα δεμένο Σκύλο στον Κήπο
Δυο μέτρα αλυσίδα όλη κι όλη περιθώριο
Το άκουγα τη Νύχτα να ουρλιάζει
Κι ο Πατέρας το χτύπαγε με την πέτσινη ζώνη του
«Σε ταΐσαμε, σε ποτίσαμε. Σκάσε να κοιμηθούμε»
«Ένα ανήσυχο Κλάμμα που κοντεύει να ξεσπάσει
Το τσακίζεις
Πέσε κοιμήσου τώρα»
Μου ‘λεγε
Έτσι γραπωμένη στο παράθυρο καθώς κοιτούσα
Στο Σχολείο έβρισκα εντελώς ηλίθια τη δασκάλα
Στην αρχή βέβαια το ‘παιζα μελετηρή
Καταλάβαινα πως αφού το «ανήσυχο Κλάμμα το τσακίζεις»
Γιατί «να μην τσακίσεις και το ανήσυχο Πνεύμα»
Η αντιπάθεια ήταν ωστόσο αμοιβαία
Εκείνη με θεωρούσε απελπιστικά «αναλυτική»
«Δεν είχα τις απαραίτητες προοπτικές» για τη Μηχανή
Όσο μεγάλωνα ένιωθα Αυλός απόκοσμος
Σε Χορωδία καθυστερημένων
Ένιωθα σαν την «Κωλοτρυπίδα» του William Burroughs
Που ζητούσε «δικαιώματα»
Ένιωθα το καθυστερημένο και στερημένο
Στις γλάστρες του Γκίνσμπεργκ

Μία Νύχτα ο Σκύλος ούρλιαζε ηχηρότερα
Ο Πατέρας σηκώθηκε
Μα πριν προλάβει
Συγκεντρώθηκα στο θήραμά μου
Υπολόγισα όλες τις πιθανότητες
Του πέταξα απότομα ένα σκληρόδετο βιβλίο
Η μούρη του ήταν ο κρυμμένος Στόχος
Θυμάμαι τον ένα βολβό του ματιού να τρέχει
Κάτω από μια σαραβαλιασμένη πολυθρόνα
Έχω στ’ αυτιά τον ήχο απ’ τα Οστά του
Να ραγίζουν απ’ την πρόσκρουση στο πάτωμα
Έβγαλα τα ρούχα μου
Τα δίπλωσα στην πολυθρόνα
Έλυσα τον Σκύλο
«Έτσι καθαρίζει ο μολυσμένος Ποταμός
Αντίο παλιόφιλε»
Ακόμη μ’ ανατριχιάζει η γλώσσα του
Η αίσθηση του ζεστού υγρού πάνω στο δέρμα μου
Καθίσαμε για λίγο χωρίς άλλες λέξεις
Χωρούσαμε απλώς
Ό Ένας στην επικράτεια της Σκιάς του Άλλου…
Έκλεψα το αυτοκίνητο της Μάνας
Προσπέρασα σαν δαιμονισμένη
Τον Τσαγκάρη
Να μη μου βάλει τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι
Τη Ράφτρα
Για να μην αιχμαλωτίσει το Κορμί στις «Επιλογές»
Τον Κουρέα
Στη Μόδα να μη χωρέσει τα μαλλιά μου
Τον Δάσκαλο
Να μη λιμοκτονήσει άλλο την Ψυχή μου
Τον Παππά
«Ενάρετη» να μη με κάνει από υπακοή ή Φόβο
Βούιζε η ταχύτητα διαολεμένα στα τύμπανα
Ζύγιασα το γυάλινο κτήριο της Τράπεζας
Υπάρχει πάντα μια επισφάλεια στο Μπαμ
Ωστόσο…

(Συνεχίζεται στην επόμενη σελίδα)

Pages: 1 2 3 4 5

Leave a Reply