Περιήγηση στα Βρυώδη Μαυσωλεία

Περιήγηση στα Βρυώδη Μαυσωλεία

Όταν οι αγαπητές Ελβίρα Μεταλληνού και η Πηνελόπη Βολτέρα μού πρότειναν την παρουσίαση του βιβλίου αισθάνθηκα τον ενθουσιασμό τους …

 

 

Μόλις είδα τον τίτλο, ένιωσα μια αμηχανία, μπορώ να πω.

Τίτλος : Βρυώδη Μαυσωλεία;

Περίεργος! Ασυνήθιστος!

Ή πολύ «ψαγμένος» (αν μου επιτρέπεται ο όρος από την νεανική ορολογία) ή ηθελημένα επιτηδευμένος, κάτι σαν οξύμωρο σχήμα θα έλεγε κάποιος φιλόλογος, μια πρώτη πρόκληση στον αναγνώστη.

Μπορεί και τα δύο.

Και ο υπότιτλος;

Τα ημερολόγια του Ασυνειδήτου ή Ασυνείδητου, όπως θα προτιμούσαν κάποιοι, με παρέπεμψε σε Ψυχολογία.

Δύσκολα τα πράγματα. Το Ασυνείδητο το άφησα, γιατί ανήκει σε άλλων χωράφια και πήγα σε αυτά που μου είναι οικεία ή, έστω, τα θεωρώ οικεία …

Εξάλλου ποιος το γνωρίζει το ασυνείδητο; Όμως, η ποιητική χρήση του, όμως, νομιμοποιείται σε επίπεδο συμβολισμού.

Ας διερευνήσουμε τα του τίτλου. Ειδικότερα, στο λεξικό Sequeriana (182,16) το επίθετο βρυώδης αποδίδεται ως δυσώδης Αναλόγως η Σούδα αναφέρει δυσώδης, Βρυώδης: δυσώδης. Κι ο Ησύχιος: βρυῶδες· δυσῶδες.

Ο δε Αριστοτέλης (Ζώων Ἱστορία 543β1 ἠ 5.10.4) γράφει : τίκτει δε προς τη γη και τοῖς βρυώδεσιν και δασέσιν. Επίσης ο Πλούταρχος (Συμποσιακά 641Ε3) σημειώνει : φύκιά τε πολλά και βρυώδεις επιπάγους

Όμως, το ρήμα βρύει = ανθεί και το βρυάζει = πάνυ τρυφερῶς διάκειται, θάλλει, εὐφραίνεται. Βρύω σημαίνει και είμαι κατάφορτος (Λεξικό των Liddell & Scott) είμαι μεστός από κάτι, αναβλύζω, βρύσις (αναστάσιμα;) Βρύσις = λύσις ὀνείρου· πηγὴ διαυγὴς τὰς νοὸς λύει λύπας. Βρύει: ἀνθεῖ. τέθηλεν. … βρύει φυτῶν καὶ ἀνθέων.

Άρα τι είναι : δυσώδη, δύσοσμα μαυσωλεία ή γεμάτα βρύα, με την έννοια της εγκατάλειψης ή … με την έννοια της ανθοφορίας; Ο τίτλος βέβαια σχετίζεται με το περιεχόμενο, γιατί, αν ήθελε η δημιουργός να γράψει τίτλο Γαλάζιες Νεφέλες, θα έγραφε Γαλάζιες Νεφέλες! Το θέμα του τίτλου θα μας απασχολήσει και στο τέλος του παρόντος …

Όσα έπονται αποτελούν απόπειρα προσέγγισης και συνομιλία με το κείμενο και οτυς δημιουργούς του.

Σχετικό με την Ποίηση

Είναι Ποίηση ο Γυάλινος Κόσμος του Τέννεση Ουίλιαμς και στίχοι τα γυάλινα ζωάκια και ο Ποιητής; η Λώρα;

Είναι ποίηση, αλλά δεν είναι η Ποίηση … η πρώτη είναι του καθενός, η δεύτερη είναι ολάκερη η Ποιητική δημιουργία από τον Όμηρο ως ένα στίχο δημοτικού ή λαϊκού τραγουδιού …

Ο καθένας μπορεί όντας αρτιμελής ή όχι, σχιζοφρενής με λοβοτομή και αναπηρία σαν την Ρόουζ την αδελφή του Ουίλιαμς από την οποία εμπνεύστηκε την Λώρα, να ποιεί ό,τι ποθεί ή ψυχή του, ό,τι ονειρεύεται η φαντασία του, ό,τι του λέει η λογική του …

Αλλά ό,τι ποιεί είναι και Ποίηση; Δηλαδή Τέχνη;

Εμείς, πάντως, έχουμε ανά χείρας μια ποιητική δημιουργία η οποία απαρτίζεται από 7 μέρη :

Προοίμιο,

Στην Αρχή,

Ακόμη στην Αρχή,

Αρχή και πάλι,

Η Αρχή του να Με γνωρίσω,

Επιστολή στην Εξουσία,

Επίλογος και

Επίμετρο.

Δεν μου αρέσουν τα επίθετα Μεγάλος ή Μικρός, είναι σαν να εξιστορούμε ένα πόλεμο και ν’ αναφερόμαστε στα ονόματα των Αξιωματικών και των Κυβερνητών παραβλέποντας τον απλό πολίτη.

Ανάλογα τα έχει γράψει ο Μπρεχτ : Ποιος έχτισε την Θήβα την Επτάπυλη;

Ερώτημα αντί σχολίου :

Πώς καταντούν οι περισσότεροι άνθρωποι από κατ’ αρχήν και κατ’ αρχάς (στην εφηβεία, στη νιότη) επαναστάτες, δημοκράτες, κομμουνιστές, αναρχικοί, αμφισβητίες … και εν τέλει αποδέχονται εν καιρώ ως αυτονόητο τον τρόπο του ζην με αυτή την άθλια ψευτοφιλελεύθερη δημοκρατία σε ένα ανθρωποβόρο οικονομίστικο σύστημα με μια και μόνη ύπατη αξία, το κέρδος; Υπήρξαν ποτέ πράγματι τέτοιοι ή νόμιζαν οι πιο πολλοί από αυτούς και μάλιστα οι πολυποίκιλοι εκλεγμένοι και μη «ηγέτες» και «ηγετίσκοι»;

Η πραγματικότητα άλλα δείχνει …, όπως γράφουν και οι δημιουργοί του παρόντος έργου.

Έτσι, αποδίδει η ποιήτρια, η Ευαγγελία Τυμπλαλέξη, μια ανθρωπολογία με τον Άνθρωπο θεωρούμενο ως ανιστορικό ον (33) ασφαλώς όχι με την καμική έννοια του φυσικού, αλλά προφανώς του εκτός Ιστορίας ή, στο παρόν πόνημα, χωρίς συνείδηση της Ιστορίας του και εν τέλει ον αναλώσιμο, ως προϊόν μιας χρήσης.

Και το στηρίζει με την αναφορά στην οικονομίστικη κοινωνία μας και στην καπηλεία τις Ανθρωπιάς από ευτελείς και τιποτένιους.

Ασκεί κριτική και στους ενήλικές που προσπαθούν να υπερβούν την φυσική αλλαγή και, γιατί όχι; και την φυσική φθοροποιό πορεία της ζωής με χρωματικές αλλαγές στην κόμη τους –ίσως και με μια επίγευση ειρωνείας και αποστασιοποίησης ή και αποτροπιασμού.

Εκποίηση του ανθρώπου, ευχολόγια και αρκετή υποκρισία, για να γίνουν βήμα βήμα οι Ψυχές τους αλλότριες. Θα τα συναντήσουμε και στη συνέχεια.

Η Σελήνη Μοναχική (33) θηρεύτρια γνώσης μέσα στο σκότος. Τα φυσικά όντα από τον Δέντρο ως το Ωκεανό επιστρατεύονται συνάμα.

Γιατί, οι Φυσικές οντότητες δεν αίρουν τα αδιέξοδα, δεν σβήνουν την απελπισία, δεν αλλάζουν τους καταπιεστικούς νόμους και δεν αποτρέπουν την οπισθοχώρηση των ανθρώπων στις όποιες βεβαιότητές τους.

Θέμα που φαίνεται πως απασχολεί βαθύτερα την ποιήτρια.

Σε τέτοιο κλίμα απογοήτευσης, καταπίεσης και φθοράς, τι κάνει ο άνθρωπος ή μάλλον η άνθρωπος, η γυναίκα; Εντάσσεται στο ποιητικό σώμα ως σκιά, αφτιασίδωτη με λιτά εφόδια, ένα σακίδιο στην πλάτη. Ελκύοντας την κοινωνική κριτική σε μια επαρχιακή πόλη, στην Ξάνθη προφανώς, αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη, με τις ομορφιές και τις δυσκολίες της, τα προβλήματα των εγκαταβιούντων, δηλ. από υπαρξιακά έως και του θανάτου, αφού εκμετρά το ζην μάλιστα δια της μέθης (35). Πιθανόν μια έμμεση καταγγελία στην άκριτη και άβουλη οινοποσία, αλλά στα εξ αυτής απότοκα και κυρίως την χαύνωση και την επακόλουθη έκπτωση του ανθρώπου σε ανιστορικό ζώο· λόγω παρακμιακής συμπεριφοράς και ευτελισμού (του).

Ακόμη, στο ήδη ελικοειδές και πολυεπίπεδο προοίμιο άλλοτε συγκεκαλυμμένα και συμβολικά, άλλοτε πασίδηλα κινείται από το επίπεδο της καθημερινότητας στο καφενείο «Στην αρχή θα δεις τον «Κήπο», ένα καφέ πολυτελείας. Οι θνητοί είν’ εδώ και τα παυσίπονα της θέας» (35) μια βιωματική εικόνα με σχόλιο ψυχολογικό – φιλοσοφικό που μοιάζει επιφανειακό, όμως είναι κομμάτι της ζωής πολλών ανθρώπων, αν όχι όλων : η θέα στον Κήπο της Ξάνθης ή στους Λάκωνες ή στο Λιστόν ή στη Σαντορίνη … είναι παυσίλυπο, έστω ολιγόλεπτο.

Δεν είναι και λίγο για βαλβίδα ασφαλείας. Αμέσως κατόπιν : «Άσε τις εντυπωσιακές φιγούρες και προχώρα, αν θες να ξέρεις ποιος είσαι;» (35). Ο καφές εκτοπίζεται και τη θέση του παίρνει η έντονη προτροπή να αφήσει ο καφεπίνων, ο αναγνώστης, τους εντυπωσιασμούς, «τσι νιοραντιές», θα λέγαμε κερκυραϊστί, και τον ωθεί στην σκολιά και ανωφερή οδό της αυτοκριτικής και αυτογνωσίας. Ένα βήμα τεράστιο από το φαίνεσθαι, τις εντυπώσεις, στο είναι, στα βάθη και χάη της συνειδήσεως και του ασυνειδήτου προφανώς. Διότι, αν δεν τολμήσεις, φίλε, δεν θα κατανοήσεις τον κόσμο που λατομήσαμε, σημειώνουμε παραλλάσσοντας τον στίχο : «Αν δεν διστάζεις να δεις ποιος είν’ ο Κόσμος που λατομήσαμε», (35).

Εν ολίγοις, το προοίμιο με ποιητικά και πεζολογικά στοιχεία με φανερές ή υπαινικτικές αναφορές και λόγο που κυμαίνεται σε διαφορετικά επίπεδα συνειδητού και ασυνειδήτου, αναφορικότητας και συνυποδήλωσης, εισάγει στην πληθώρα θεματικών στοιχείων του βιβλίου.

Αν επιχειρήσει κανείς να εξεύρει έναν μοναδικό άξονα στο πόνημα αυτό, μάλλον θα ματαιοπονήσει και ίσως ξαστοχήσει, πλην δύο κυρίως περιπτώσεων : της Ελευθερίας και της Εξουσίας.

Ήδη προοιμιακά κατατίθενται η σιωπή, η αμιλησιά, δια του ποιητικού λόγου, η ενδεικτική αναφορά στους Προγόνους, στο δίκαιο και την Πολιτική, στην μοναχικότητα, στην μοναξιά, αλλά και στην κοινωνικότητα. Κι ακόμα στη φύση, στη Σελήνη, στο ποτάμι, μα και στη θάλασσα, στο Ωκεανό, στο Έρεβος και στο φως. Στην αποσύνθεση και στην σύνθεση. Πώς αλλιώς θα ήταν εφικτή η σχετική τουλάχιστον ποιητική αρτίωση;

Στην ενότητα «Στην Αρχή» κυριαρχούν η αποτροπή του «συνομιλητή» από κάθε λόγο αμφισβήτησης.

Απαγορεύεται η ψευτοεπαναστατική φλυαρία : «Μην κελαηδείς. Μητ’ εξεγέρσεις να τιτιβίζεις» (41) Πλήττω αφόρητα.

Είναι ανόητα. Δεν οδηγούν κάπου. Απλώς αποτελούν λόγο της εκάστοτε Εξουσίας.

Η οποία κακουργεί κατά της Ανθρωπότητας με τάγματα ασφαλείας, εφόδου, δικτατορικά …

Γράφει η ποιήτρια «Καρφί στο Οικοδόμημα αναντικατάστατο και οι Σελίδες κι οι Κανόνες» (41) : Νόμοι και κανόνες, κείμενα και ντιρεκτίβες, λογοτεχνία και «πρέπει» στην υπηρεσία συντήρησης του Οικοδομήματος της κάθε Εξουσίας, ως συνόλου και ως θεμελίου – του λαού και ως δομών επιβολής – του εποικοδομήματος.

Κι οι ποιητές υπηρετούν την Εξουσία : «Τα σπλάχνα των Ποιητών είναι το Φρούριο.», (42).

Το παρουσιάζουμε όπως το καταθέτει η Ποιήτρια.

[Σχόλιο : Αλλά, αν υπάρχουν δωσίλογοι ποιητές ή επαναστάτες ή στην σινοπουλική εκδοχή μετέωροι ποιητές, με το ένα πόδι στους υποτακτικούς και με το άλλο στους επαναστατούντες καιόμενους – αυτοπυρπολούμενους, αυτά δεν είναι της παρούσης. Τροφή για σκέψη, που λένε μερικοί!]

Στις επόμενες στροφές η κριτική ή μάλλον η επίκριση για τα κακώς έχοντα είναι ανελέητη. Κινείται, θα έλεγε κάποιος ίσως αντιποιητικά, από το δημοσιονομικό χρέος έως το γενικό: Χερσοτόπι ανεμόδαρτο γίνηκ΄ ο Κόσμος! (42).

Κι εμείς θα σχολιάσουμε : κρίμα στ’ όνομα, γιατί έχουμε κατά νου ότι εμείς σήμερα (και) την κοινωνία ονομάζουμε κόσμο, ενώ οι αρχαίοι αποκαλούσαν «Κόσμο» το ουράνιο στερέωμα (που κι εκεί βέβαια τα πράγματα δεν είναι πάντα αρμονικά, εύρυθμα και κοσμήματα, όπως είναι πλέον γνωστό.).

Όπως θα δουν, οι φίλοι αναγνώστες, από την ενότητα Στην Αρχή και στις επόμενες πλην της Επιστολής στην Εξουσία και του Επιμέτρου, υπάρχουν στίχοι με έντονα, παχιά γράμματα.

Δεν είναι της ποιήτριας, είναι του Αλέξανδρου Τσαντίδη ο οποίος φιλοτέχνησε και τα εικαστικά έργα που συνοδεύουν και συνομιλούν με το κείμενο, όπως και οι στίχοι του.

Ακούγονται άλλοτε σαν έναυσμα για το κείμενο που έπεται, άλλοτε σε ερώτημα ή θέση στα λεγόμενα,

Πρόκειται για μια ζωηρή και βαθειά συνομιλία των υποκειμένων της συγγραφής.

Εν αρχή ην η Τελεία. Έπειτα έγινε η γραμμή. Κάθε μέρα κι από κάτι, γράφει ο Αλέξανδρος. (41) Αυτό ανακαλεί στη μνήμη το Εν αρχή ην ο λόγος και την μετέπειτα δημιουργία. Κάτι σαν εκκίνηση ύμνου και προβληματισμού μαζί. Και, όπως ο λόγος είναι η αρχή και η ουσία της γραφής, έτσι η Τελεία στιγμή όχι μόνο τίθεται ως αρχή του ζωγραφικού έργου, αλλά και ως μέρος της ουσίας του. Κάτι σαν πρωτογενής άσκηση Ευκλείδειας Γεωμετρίας που παίρνει το δρόμο της και σημειώνοντας συνεχείς τελείες, δημιουργεί τη γραμμή, μετά τις γραμμές, και προχωρεί και συνεχίζει, για να αρθρώσει το δικό του λόγο, το έργο του.

Κι έτσι θα πετύχει και την σχετική αυθυπαρξία του, ώστε να έχει τη δύναμη να ταξιδέψει ως τον συνάνθρωπο, τον αναγνώστη, τον θεατή. Και εν ταυτώ να επιτελέσει τον σκοπό της, αφού ως Τελεία είναι γέννημα του προθετικού τέλους, του επιδιωκόμενου σκοπού για έκφραση, για επικοινωνία, -κι ένα σκαλί πιο πάνω – για δημιουργία και περαιτέρω για διαμαρτυρία, κριτική, καταγγελία …

Γι’ αυτό και ο Αλέξανδρος αμέσως μετά γράφει για συγγραφή : Τα βράδια! Πώς να κρατήσω κανόνες και Πόσες σελίδες να γράψω, τα βράδια; (41).

Η συνομιλία με φανερές ή υπόγειες διαδρομές συνδέεται θαυμάσια και τα μέρη λειτουργούν κατά κανόνα συμπληρωματικά. Απόδειξη ότι, κι αν δεν γνωρίζει κάποιος την συνεργασία αυτή των δημιουργών, η ροή του κειμένου είναι απρόσκοπτη και ενίοτε διευκολύνεται αρκετά ως συνοπτικός, αφετηριακός και περιεκτικός ο λόγος του Αλέξανδρου και πιο αναλυτικός ο λόγος της Ευαγγελίας.

Χάος κι Ουτοπία (45) : πρωταρχή στην αρχαία ησιόδεια κοσμογένεση, η ουτοπία επέρχεται ως ανθρώπινη επίνοια. Χάος κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό και σύγχυση, ενώ, από την άλλη Ουτοπία, δηλ. το αιτούμενο από την ποιήτρια ή μάλλον τους ποιητές.

Όμως, εδώ η Ουτοπία δεν τα έχει όλα, δεν τα φορά όλα τα ιδεολογικά και φανταστικά καλούδια της.

Ακόμη, η συγγράφουσα καταθέτει μια θεμελιώδη ιδιότητα του ελευθέρου καλλιτέχνη:

Κι εγώ που Άναρχη ακόμη και στη γραφή μου,/Αφήνω τον Έρωτα στο πεζοδρόμιο, (44) –είναι και μια παράμετρος της Ποιητικής της.

Τόσα παράθυρα κι ούτ’ ένας Ήλιος,

Για το κόκκινο πανί π’ όλοι μέσα μας κρύβουμε.

Να επαληθεύεις την απογοήτευση δίνοντας ευκαιρίες.

Ο Κυνισμός υποθάλπει ιδεαλιστές απογοητευμένους. (44).

Ενίοτε θα λέγαμε! Αλίμονο, αν όλοι οι ιδεαλιστές απογοητεύονταν!

Και παράλληλα το ενδιαφέρον : Μόνο οι Επαναστάτες χορεύουν πριν τον Θάνατο, (44).

Έτσι, συνεχίζεται η πορεία στα δύσκολα στον πόνο, στην αγάπη, στο μάτωμα της ψυχής, στην Αγωνία, στη δολιότητα ..

Τα διλήμματα για την καταγωγή του ανθρώπου, ιδανικός τόπος απώλειας! Στις μουσικές προτιμήσεις, το ίδιο και σε εκφάνσεις του ψυχισμού …

Χάνομαι στις παραξενιές του Κόσμου

Το χέρι του Χατζηαβάτη κουνά

Την κατανόηση του καραγκιοζμπερντέ. … (45).

Όλες οι σιδερένιες πανοπλίες

Παίρνουν το σχήμα του κορμιού μας. (46).

Οι άμυνες μας –το είναι μας.

Στα κελιά ξυλοφορτώνουν την Εφηβεία

Με σύγχρονες μεθόδους καταστολής. (46).

Η καταγγελία της άνομης, άδικης κι απάνθρωπης Εξουσίας έχει κορυφαία θέση στο έργο, σε κάθε πτυχή του. Και η γραφειοκρατία (Μαξ Βέμπερ) εν τέλει άχρηστη κι επικίνδυνη : Να μη Με χωράει κανένα Μητρώο να κουρνιάσω, (47).

Αλήθεια ποιος άνθρωπος από τον πιο επαναστάτη μέχρι τον πλέον συντηρητικό ή και τον αδιάφορο μπορεί να χωρέσει σε μια κόλλα χαρτί ή σε μερικά ψηφιακά τετραγωνάκια;

Κάπου Νύχτωνε κι ο Ήλιος Πάγωνε κι ο Κόσμος τέλειωνε.

Κι η Θάλασσα μέρωνε και μας Περίμενε! (47).

Εδώ ο λόγος έχει την έμπνευσή του σε έναν άλλον δημιουργό, τον καλό Σταύρο Κουγιουμτζή.

Γύρνα τις ώρες που χάθηκαν απόψε
κοίτα που φεύγεις πώς κλαίει το δειλινό

Κάπου νυχτώνει κι ο ήλιος παγώνει
χάνεται ο δρόμος και πού να σταθώ
κάπου βραδιάζει μην κλαις δεν πειράζει
πες πως τελειώνει ο κόσμος εδώ

Η συνομιλία δύο ποιητών για το συναίσθημα από αρκετά διαφορετικές θέσεις, αλλά από κοινή προέλευση, την καρδιά. …

Η ποιήτρια εδώ πάει πιο πέρα από την ερωτική απομάκρυνση. Αναφέρεται και ανατέμνει την δυστοπία των σχέσεων, την απομάκρυνση και την λαιμαργία της αρπαγής στην αδύνατη στιγμή του γνωστού ή του δήθεν φίλου. Οι προφάσεις και η δειλία είναι ο προθάλαμος της εκμετάλλευσης και της προδοσίας.

Και πόσο οικείο μεταξύ άλλων φαίνεται το ακόλουθο απόσπασμα :

Μη με φοβάσαι!/ Έλα τα likes μας ν’ ανταλλάξουμε! / Θα νομίζω πως μ’ εγκωμιάζει, / θα νομίζεις πως με νοιάζεις· / Με τις 187Α εφαρμογές στο κινητό σου, ο βασικός μου θα γίνεις κατάσκοπος … (49).

Στο οποίο υποδόριος ο σαρκασμός και η ειρωνεία στη ρηχή επικοινωνία με τα εύκολα μέσα αντιτάσσεται στην οίηση των δήθεν ενδιαφερομένων και αλληλέγγυων …

Καμιά έναρξη στην Αρχή,

Το Τέλος είναι η τυραννία των στιγμών…(49).

Τίποτα δεν εκκίνησε … κι ας έχει τυπικά κλείσει ο κύκλος της Αρχής…

Έτσι συνειρμικά και συνειδητά το Τέλος αποτελεί μια σειρά τυραννικών στιγμών…

Ας το αναβάλλουμε κι εμείς.

Ακόμα στην Αρχή

Η διαπραγμάτευση του θέματος είναι in media res

Η κριτική Κυβερνώντων και Κυβερνωμένων που επιδιώκουν το κοινό τους συμφέρον έχει καίρια θέση συν τοις άλλοις …

Βέβαια, συχνά δεν υπάρχει τέτοιο, κοινό συμφέρον, αλλά απλώς ιδεολογήματα και ένα κοινό δεδομένο για τους περισσότερους, το χρήμα.

Ίσως και το αλκοόλ;; Μπορεί!

O Άνθρωπος χάνει τις άμυνες – αξίες του.

Προσαρμόζεται κατά τους κανόνες του στείρου ορθολογισμού, κτίζει ένα προφίλ ωφελιμιστικό … Κι όλες οι παθογένειες ξεχύνονται απ’ το Αστικό Τοπίο. (55).

Αιτία αυτό, το Αστικό Τοπίο ως πολιτισμικό, πολιτικό και κοινωνικό, πλην στρεβλό, μόρφωμα, αιτία για πολλά κακά και άκυρος αποδέκτης του αυτοοικτιρμού του αστικού ανθρώπου, που αποδέχεται να ζει με χημικά τρόφιμα, που χάνει την αυτονομία του και τον αυτοπροσδιορισμό του, που γίνεται τουρίστας μέσα στον τόπο του, στα Μουσεία του (που θα λέγαμε είναι χώροι σκέψης και αυτοπροσδιορισμού, ταυτοποίησης της οντότητάς του, χώροι φιλοσοφικής ενατένισης της ζωής), ευνουχισμένος, που κοιτάζει τη δουλειά του, που το βλέμμα αποστρέφει από ό,τι τον ενοχλεί και, συνεπώς, καταφεύγει στο εύκολα αρεστό, στο εύληπτο και το οποίο λατρεύει, που προσκύνα κέρδη από δολοφονίες απορρέοντα, /που κλείνει τα ώρα στις κραυγές (55). (αλήθειας και βοήθειας;), που διαβάζει το μυθιστόρημα του αλλά όχι την Ιστορία

Γιατί η συνείδησή του δεν κατανοεί ή δεν αντέχει το βάρος των πραγμάτων, της αλήθειας …

Αναπόδραστα πια συνεχίζεται η ανατομία του σημερινού ανθρωποκοινωνικού είναι διεισδυτικά στοχεύοντας στην Εξουσία. Μελετώντας κι επικρίνοντας την αγοραπωλησία του ανθρώπου και τις αήθεις μεθόδους εκβίασής του με βιαιοπραγία και κάθειρξη. Σε αυτή την αναζήτηση και κριτική θέαση του αγωνιούντος ανθρώπου, η ποιήτρια διαλέγεται με την Σίλβια Πλαθ, τον Νερούντα, τον Μπόρχες και τον Μπουκόφκι …

Είναι δύσκολη η εύρεση του εαυτού και μάλιστα ολοκληρωτικά … και μεγαλώνοντας πώς να συναρμολογήσει (55) τα κομμάτια του;

Και το θέμα Εξουσία ξαναονοματίζεται με τον Πόλεμο τώρα και του λαούς που γίναν κακόγνωμοι για κάποιους πολλούς λόγους …

Στο ποιητικό δρώμενο κι ο Σταμάτης με τον Γρηγόρη, τα σήματα κυκλοφορίας, διατάζουν τον κοσμάκη, κι οι Βάκχοι (;) , ο Εφιάλτης, τα τανκς που φτύνουν πόνο, οι άμοιροι οι Θνητοί και μείναν της Ανθρωπότητας οι αίθουσες άδειες (59) … δίχως ηχώ κι αντήχηση, δίχως τραγούδι ζωής.

 

Αρχή και πάλι

Προβληματισμοί, παρωδίες, η Αγορά με τους θορύβους της,

μια μασκαράτα οι Φίλοι (63) …,

Τα ξυπόλητα Παιδιά με το περήφανο βάδισμα (64) …

Είμαι κι εγώ που δεν συγχωρώ! Όσους δεν μονομάχησαν, να προσφέρουν μου ένα ρόδο, (64) … ένα παράπονο που περνάει από το προσωπικό στο καθολικό …

Ή μήπως και η αναπόληση μιας έστω ρομαντικής, λεπταίσθητης ανθρώπινης στιγμής; …

Κάτι που μας λείπει!

Ο Άνθρωπος θ’ αναζητά πάντα την εμβρυακή στάση, η θέση του μωρού στην κοιλιά της μάνας του κι η θέση του φόβου στο κρεβάτι κι ακόμα η τοποθέτηση του νεκρού σε ταφικό πιθάρι σαν να επιστρέφει στη Μάνα Γη.

Ο Άνθρωπος θ’ αναζητά πάντα την εμβρυακή στάση, Για να ξορκίσει τους δαίμονες απ’ της γλώσσας του το Σύμπαν. (65)

Και ξάφνου κάτι που θα περίμενε κανείς στην αρχή –αρχή του βιβλίου :

Χώμα-Νερό-Αέρας-Φωτιά, κι όλοι εμείς ύλη βιολογική, π ’ανοίκεια στην αρχή επιστρέφει.

Εδώ, ιδού οι πρωταρχές της ουσίας, της ζωής, του Όντος κατά πως τα έλεγαν οι αρχαίοι εκείνοι Φιλόσοφοι· ο Θαλής το νερό, ο Ηράκλειτος και ο πυθαγόρειος Ίππασος από το Μεταπόντιο το πυρ – τη φωτιά και ο Αναξίμανδρος, ο Ξενοφάνης κι Παρμενίδης το χώμα ως το υλικό για την δημιουργία του ανθρώπου …

Αυτά για να μας θυμίζουν την αιώνια εκκίνηση και την επίσης αιώνια απόληξη την αέναη ανέλιξη και πάλη της ζωής έως την μετατροπή μας πάλι σε αυτά τα στοιχεί της αστερόσκονης, όπως έλεγαν οι σπουδαίοι Αναξίμανδρος κι Αναξιμένης και επαναλαμβάνουν εύκολα πια κι αβασάνιστα αρκετοί ρηχοί ψευτοσοφοί.

Και μετά από όλα αυτά;

Απογοήτευση :

Ο Κόσμος δεν θ’ άλλαζε. Δεν είχα καμιά προσδοκία πια. Όχι επειδή ο Κόσμος δεν αλλάζει. / Επειδή οι Eloi και οι Morlock / Δεν αλλάζουν την συμπεριφορά τους. / Επικινδυνότερο του Αστού, ο μικροαστός.

Δεν πρόκειται για αβάσιμη και βεβιασμένη θέση, αλλά για βιωμένη και «τραυματική» εμπειρία αναφορικά με την αστική και την χειρότερη μικροαστική νοοτροπία για τις πόλεις, την χώρα μας και τη ζωή από τα πλήθη που βυσσοδομούν σε βάρος του πολιτισμού, της παράδοσης, του νόμιμου και δίκαιου, της καλής ποιότητας π.χ.στην Τέχνη, του φυσικού και ιστορικού περιβάλλοντος … Και τα οποία πλήθη, με περισσή ημιμάθεια και ανυπόφορη αλαζονεία, διαβρώνουν το όποιο καλό μέλλον του τόπου μας και απανταχού της Γης.

Ο Πλάτωνας και ο Μακιαβέλι έχουν την τιμητική τους …(66)

Οι γιορτές είναι για τα παιδιά και τους χαζούς. Αχ! αυτό το κόκκινο (Αλέξανδρος, 67) : ας είναι. Έστω κάποιες μικρές χαράς ας τις χαίρονται έστω και οι μικροί και οι «ανόητοι». Ακόμη και ως πρόσκαιρη παρηγοριά. Έτσι κι αλλιώς η απώλεια αξιών και νοήματος στη ζωή επιφέρει και την απώλεια νοήματος και στις γιορτές. Αφού μέσα μας έχουμε χάσει το λόγο και το νόημα.

Και το θέμα του Χρόνου (67) …

Μια προκατάληψη η γραμμικότητα του Χρόνου : η οποία αντίληψη ανάγει στο γραμμικώς αδιατάρακτο εγκεφαλογράφημα της βλακείας, ενώ δεν είναι μυστικά τα συναφή με την συστολή και τη διαστολή και σχετικότητα του χρόνου …και οι διαφορετικές προσεγγίσεις στη μελέτη, την έρευνα και την ανάλυση και κατανόηση της Ιστορίας, δηλ. της ζωής μας, όλων!

Ανέτειλε ο Αιώνας της Μοναξιάς … (68). Πολλοί μαζί και μόνοι ταυτοχρόνως!!

Μούχλα ποτίζει ανθρώπους (69) … Εν τέλει, / μόνο η Συνείδηση· / Θ’ αναμετριόταν με την Πανσέληνο…

Όμως, η ανθρώπινη συνείδηση ατόνησε, μούχλιασε, αλλοτριώθηκε, αποξενώθηκε από την θετική ουσία της και μεταφορτώθηκε σε Σβάστικες ή Αστερόεσσες.

Σε μια φασματική Ειρήνη η πλειονότητα του πληθυσμού παλιμπαίδιζε ήσυχα στα social medias. Το πνευματικό κατεστημένο είχε υποδουλωθεί στην κρατική –ιδιωτική εξουσία, (70).

Έτσι ακριβώς, να παίζουμε αγεληδόν ως φύσει και θέσει άκριτοι κι ανεγκέφαλοι.

Και μάλιστα, θα λέγαμε, παιγνίδια «προκάτ» από άλλους αλλότριους για μας.

Από αλλότρια συμφέροντα «για το καλό μας»!

Σε παρελθόντα χρόνο το νυν ενεργούμενο.

Η κρίση, η φθορά αξιών και ανθρώπων, η έκπτωσή τους ήδη στην αρχή του τέλους έχουν περιέλθει στο χώρο του παρελθόντος.

Μια ποιητική αποστροφή ή μια απώθηση και ξόρκισμα του κακού;

Με τις λέξεις σαν να λέμε ευώνυμο κέρας (καλότυχη παράταξη) ή Ειρηνικός Ωκεανός τον πιο επικίνδυνο και τρικυμιώδη απ’ όλους;

Είναι η ελπίδα, η λαχταριστή προσδοκία για ένα καλύτερο αύριο; Δεν είναι απλός ευφημισμός, θαρρώ! …

Κατέβασα το ρολό, να σκοτεινιάσει το δωμάτιο·

Δεν άντεχα το Φως τελευταία …(73).

Μήπως ο άνθρωπος χρειάζεται το φωτερό σκοτάδι της σκέψης στα υπόγεια του νου και όχι τα τεχνητά φώτα του φρενήρους πολιτισμού, του δήθεν «μοδέρνου»;

 

 

Η Αρχή του να Με μάθω

Ως προμετωπίδα –εισαγωγή μια μάσκα ένα «επταπόδι» με δυο τεράστια μάτια (76), όλο απορία, και το πάνω μέρος – πρόσωπο θυμίζει αυτοκρατορικό στέμμα ή πατριαρχική μίτρα …με όποιοι συνειρμό ποθεί ο αναγνώστης.

Από αυτό το εικαστικό, λοιπόν, και πάλι ως άξονας θεματικός συνεχίζει η Εξουσία με τα πολλά της πλοκάμια 7 ή 77, 8 ή 88 δεν έχει σημασία ο αριθμός, η ποσότητα αλλά η ποιότητα : κι εδώ βρίσκεται η Εξουσία εύσωμη, βαρεία και ογκώδης και ως απάνθρωπα και οχληρά καταπιεστική, αλλά λιποβαρής ως προς την σοβαρότητα, την ανθρωπιά, την αγάπη, το δίκιο και τα δικαιώματα του καθενός και όλων…

Οποίος διαφωνεί και αντιστέκεται στην ανθρωποβόρα καταπίεση, να τεθεί στην πυρά, auto da fe, ένας Τζιορντάνο Μπρούνο, ένας αποδιοπομπαίος τράγος.

Για εκφοβισμό του πλήθους, του λαού και παραδειγματισμό του!

Και, προφανώς, να λογοκρίνεται και να φιμώνεται κάθε άλλη θεώρηση, διάφορη από την «παραδεδεγμένη και καθεστηκυία».

Ο λόγος στην ενότητα αυτή είναι πιο αινιγματικός, δίνει την εντύπωση αυτονόμησης των μερών (πράγμα που υποθέτουμε δεν ισχύει), η Άναρχη γραφή (77) λειτουργεί με τρομερή φειδώ ως προς τα παρεχόμενα κλειδιά πρόσληψης του κειμένου.

Εξάλλου το δηλώνει η συγγραφέας με άλλα λόγια :

Εδώ στα φανερά και στα κρυφά, πίσω απ’ τα σύμβολα είν’ ο Ποιητής, (79)

Ίσως και εκφράσεις του ασυνειδήτου που αναστέλλουν την πρόσβαση…

Εδώ αφήνεται να λειτουργήσει μάλλον η διαίσθηση κι η ενσυναίσθηση και αφήνουμε να ωριμάσει η ανάγνωσή μας …

Θα βγάλουν οι ψυχές τις μάσκες τους; (82)

Αληθινά; Θα αποκαλυφθούν τα ερμητικά λόγια; Θα ερμηνευθούν; Πώς; Ο καθείς και τα όπλα του, που θα έλεγε κι ο Οδυσσέας εκείνος. Ο Ελύτης.

Ανοίγει ένα παράθυρο στο Φως, αλλά κι αυτό …

Όταν κουλουριαστεί ο Άνθρωπος μες στο Παιδικό του Δωμάτιο /

Πάλι! Και πάλι! Και πάλι! Και πάλι … /

Όταν πετάξει έξω απ’ την πόρτα τα ρούχα που του φόρεσαν./

Και κρεμάσει τη Λύπη στο περβάζι·

Και γεμίσει το βλέμμα του πίσω απ’ τη γρίλια, /

Και στυλώσει την αμφιβολία μπρος στις εικόνες,

Ίσως ο Κόσμος ν’ αποχτήσει τότε μια μικρή Ελπίδα. (83)

Παρά το ελπιδοφόρο του στίχου, είναι χρήσιμο να μην παραλείψουμε άλλη μια καταγγελία του Αλέξανδρου τώρα κατά της Εξουσίας :

Καταραμένο αναπληρωτιλίκι πάλι με ταλαιπωρείς. Δάσκαλος ή το κενό των Δασκάλων ή απλώς μία ακόμη δουλειά –βάσανο για την Ψυχή; …, (83).

Ο «θεσμός» (πια) του αναπληρωτή στο στόχαστρο των ποιητών – Αλήθεια ποιον αναπληρώνει ο αναπληρωτής, αφού δεν υπάρχουν επαρκείς «κανονικοί» (διορισμένοι) δάσκαλοι και καθηγητές στα σχολεία μας;

Και τα «κενά» διδασκόντων σε πολλά σχολεία είναι περισσότερα από τους υπάρχοντες εκπαιδευτικούς; Η Εξουσία εμπαίζει και εδώ τους «πολυαγαπημένους» της ψηφοφόρους.

Ας μεταβούμε σε ένα δίπολο εξαιρετικού ενδιαφέροντος :

Κι έμενε άστεγο της Ελευθερίας το αίτημα, ο ένας πόλος, σαφής και ξάστερος, κι ο δεύτερος :

Οι Νόμοι απεριόριστες έδιναν δυνατότητες, με σχόλιο της ποιήτριας : Συνθέτοντας κτηνωδώς την οργανωμένη βία … (84).

Η Ελευθερία και οι Νόμοι, οι οποίοι αντί να την κατοχυρώνουν ως δικαίωμα και υποχρέωση των πολιτών, την αφανίζουν κάτω από τον ισοπεδωτικό οδοστρωτήρα τους ως αποκυήματα νοσηρών εγκεφάλων και όχι «υπουργών» της κοινωνίας μας.

Εν συνεχεία πραγματεύεται την «ξεπουλημένη» Ελευθερία της Γυναίκας, (84).

Παρακάτω, σχολιάζει ο Αλέξανδρος :

«Και ναι! Είναι πιο δυνατοί αυτοί που παραιτούνται. Αυτοί που λένε ΟΧΙ! Αυτοί που δεν συνεχίζουν να προσπαθούν για κάτι που δεν τους ταιριάζει …», (85), λόγος που συνομιλεί με τον ακόλουθο της Ευαγγελίας:

Κι ήρθε ένα πρωί! / Π’ αυτοί π’ όρους σαν το «μοχθώ» δεν γνώριζαν. /Φάνταζαν για επαναστάτες· Κι επανάσταση λογιζόταν των «burgers» η βρώση κι ο ΧαφιεδισμόςΚαι τα δίποδα σκότωναν για λίγες κολακείες.

Κι έπεται ο Φασισμός που «μετέβη / από στρατόπεδα σε φυλακές και ψυχιατρεία· Σ’ εργαστήρια και διδασκαλεία. …(85).

Πικρό σχόλιο για τους «άεργους» και εν πολλοίς ανεπάγγελτους πολιτικούς αφέντες του τόπου. Αφού δεν ξέρουν από μόχθο, από «δουλειές», από γη, από εργοστάσιο, από εργασία … πώς θα καταλάβουν τον άνθρωπο του μόχθου;

Πώς θα τον υπηρετήσουν; Μήπως τον θεωρούν ως τον «Κυρ Μέντιο» του Βάρναλη.

Και οι πολίτες :

Κι οι θεατές θλιβεροί το τελετουργικό να ευδοκούν των εκλογών· Την αέναη επαληθεύοντας ιδιότητά τους, (86).

Και σύγχυση επικρατεί για αντιεξουσιαστές και την ανύπαρκτη σχέση μερικών εξ αυτών με οργανώσεις σαν τους Πυρήνες της Φωτιάς.

Πώς τα βιώνει αυτά ο ποιητής /η ποιήτρια /ο ευαίσθητος δέκτης :

«Η Μοναξιά είναι κατάκτηση» .. δύσκολος αλλά επιλεγμένος δρόμος.

Όχι χωρίς πόνο!

 

 

Επιστολή στην Εξουσία

Η οποία αποστέλλεται μέσω του έργου και συνακόλουθα μέσω ημών, των αναγνωστών και υποτίθεται ενεργών πολιτών. Και βέβαια δεν πρόκειται για τυπική επιστολή, αλλά για ποιητικό κείμενο αναφερόμενο ενδεικτικά στην «χαμένη συνοχή» της κοινωνίας, (91), στην ανώτατη εκπαίδευση :

«Τι την θέλουν την τριτοβάθμια οι πληβείοι;», γκαρίζουν οι πατρίκιοι με την παρόρμηση των παμφάγων (91) :

οι οποίοι πατρίκιοι – ισχυροί –κήνσορες κατά Έκο, προσφυώς χαρακτηρίζονται «γάιδαροι» χωρίς να προσβάλλεται το πλάσμα της φύσης.

Επίσης, αναφέρεται η Επιστολή στην μοναξιά με το γνωστό στίχο «Μες σ’ αυτή τη βάρκα είμαι Μοναχή», στη φρίκη της Εξουσίας, σε επίδοξους σωτήρες, (91), σε Έρωτες που θυσίαζαν το άλλο τους μισό, (92), κι οι δικτάτορες επαίρονται γι’ αγιοσύνη, επειδή η Δημοκρατία το εκμαγείο φόρεσε χειρότερου φασισμού, (92).

Και συνεχίζεται η κριτική, η αποκαλυπτική και επικριτική στάση στην εξουσία που χαφιεδίζει, παρακολουθεί τους πάντες, λογοκρίνει βιβλία και όχι μόνο, καταπατά το ίδιο τους νόμους της συμπεριφερόμενη σαν ιδιώτης εξουσιαστής, κυνικός, στυγνός, αδηφάγος, ένα ολιγάρχης.

Και ο πολίτης;

Ανύπαρκτος, εκπαιδευμένος να υπακούει, χωρίς ιστορική και πολιτική γνώση και κρίση, ανερμάτιστος, χωρίς κειμήλια κι ενθύμια, μια καρικατούρα πολίτη, πρόθυμος κι ανυποψίαστος να αποδέχεται την περιφρόνηση και υποδούλωση ως φυσιολογική έκφραση, (93).

Είναι μια καταγγελία και διαμαρτυρία από βάθους πνεύματος και καρδιάς, με πόνο και όραμα.

Θα μπορούσε να γίνει ένα μανιφέστο ελευθερίας, δικαιοσύνης, κοινωνικότητας και αντικρατισμού του 21ου αιώνα. Καθόλου κοινότοπο και σύνηθες.

 

Επίλογος

Μπορείς την αγριότητα του Ανθρώπου να ημερέψεις; (99).

Ν’ ανάβεις φωτιές δίπλα στο κύμα.

Η φωτιά! Αχ Αυτή η Φωτιά! Πόσα χρόνια ενώνει τον κόσμο

Κι, αν ήταν ο Ελύτης μαζί μας ίσως έγραφε :

Του Αγίου Ηρακλείτου ανήμερα θα χαθούμε ή θα σωθούμε

Οι παράμετροι του κακού είναι πολλές :π .χ. το θέμα των προσφύγων (102) σε έναν κόσμο επίτηδες ταραγμένο …

Ζητούμενο δε πάντα η Ελευθερία και τίμημα η φυλακή του ελευθερόφρονος, για διακίνηση ελευθερίνης – μιας κατ’ αναλογίαν η «κριτικίνη», η «υπευθυνίνη» και τόσες άλλες ουσίες που θα εφευρεθούν ή θα επινοηθούν, αλλά με αμφίβολο αποτέλεσμα ελλείψει της «νοησίνης».

 

Επίμετρο

Επιθυμία φυγής …

Εύκρατες ψυχές δεν υπάρχουν (107)

Ο Καρυωτάκης…

Η δυσμενής πρόβλεψη, θα ξημερώσει τ’ ανήμερα;

Επί τέλους, τέλος …

Τα Ημερολόγια του Ασυνειδήτου της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη είναι συνειδητά … σαν φρέσκο νερό από βαθειά αναβλύζουσα κρουσταλλένια βρύση. Σπανιότερα επαινούν ή έστω διάκεινται θετικά σε καταστάσεις, πρόσωπα και πράγματα.

Και είτε καταγράφουν είτε σχολιάζουν είτε κρίνουν και καταγγέλλουν κυρίως την αλλοτρίωση και την φρίκη της Εξουσίας είτε πάλι αιτούνται ελευθερία σε έναν καιρό αόρατης πλην βαρύτατης κρίσης.

Εξού και τα Βρυώδη Μαυσωλεία είτε ως δυσώδη λόγω αλλοτριωτικής κι απάνθρωπης εξουσίας και ανελευθερίας είτε ως ανθοφορούντα λόγω μικρής έστω ελπίδας και αγώνων για ελευθερία. Οι κύκλοι της φύσης και της ζωής και το χρέος των ποιητών.

Σας ευχαριστώ και κυρίως την Πηνελόπη Βολτέρα και πιο πολύ την ίδια την Ευαγγελία Τυμπλαλέξη για το έργο που μας χαρίζει.

 

Κώστας Λιντοβόης

 

  • Τα παρατιθέμενα χωρία ή στίχοι με μαύρα έντομα γράμματα είναι από το υπό παρουσίαση βιβλίο. Και οι εντός παρενθέσεων αριθμοί παραπέμπουν σε σελίδες της πρώτης έκδοσης του Μαρτίου του 2019.

  • Το κείμενο συνιστά την εισήγηση του κυρίου Κώστα Λιντοβόη, φιλόλογος, όσον αφορά στην ποιητική σύνθεση Βρυώδη Μαυσωλεία κατά την παρουσίαση του έργου στην Κερκυραϊκή Πινακοθήκη στην πόλη της Κέρκυρας  στος 12 Απριλίου 2019.

 

Στο θεατρικό δρώμενο συμμετέχουν:

 

  • Έλενα Κουκιάσα και Δημήτρης Ντάλας

  • Νίκη Πλιάκη και  Παντελής Τζέκος

  • Νίκη Φιντικίδου και Άκης Καλμούκης

  • Έρικα Παναγοπούλου και Άγγελος Παρλαπανίδης

  • Χριστίνα Χριστάκη

  • Κωνσταντίνα Τσιμίκου

 

 

Μουσική παρέμβαση με φλάουτο:

  • Βίλλυ Πετάκου και Ειρήνη Γεωργίου

Το γυροσκόπιο αντίληψης της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη οδυνάται για τα κακώς κείμενα στον Πλανήτη. Νιώθει να πάλλεται σε χώρο μαγνητικά απομονωμένο και η πυξίδα έχει χαθεί.