Qui chasse la vie?

Qui chasse la vie?

Γράφει  η  Ευαγγελία  Τυμπλαλέξη.

 

Να ζούμε έντονα ακολουθώντας το παράδειγμα του Baudelaire, έτσι ώστε να εξοικειώνεται η σάρκα με τα δεινά;

Να ζούμε μακριά απ’ τη συνάφεια του Κόσμου σύμφωνα με τον Καβάφη, έτσι ώστε να αποφεύγεται ο ευτελισμός του βίου;

Να ζούμε βιάζοντας τη ζωή σύμφωνα με τον Αθανασιάδη, έτσι ώστε η πράξη και μόνο του «βιασμού» να συνιστά έργο πρόσφορο, που θα παρακινεί και θα γονιμοποιεί τη σκέψη;

Η καθημερινότητα είναι ένα σημειωματάριο, του οποίου τόσο η φυλλομέτρηση όσο και η διακειμενικότητα συνιστά τη μαγεία, η οποία υποπίπτει σε διαρκή έλεγχο του πνεύματος και της διάνοιας. Το πρόβλημα ενδεχομένως ανίχνευσης σημείων σύγκλισης-απόκλισης να είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το πρόβλημα της περιοδικότητας και σε μία εν γένει ρεαλιστική αντίληψή του. Οι μεγάλοι τραγικοί Αισχύλος-Σοφοκλής-Ευριπίδης, εγκαινιάζουν τη διαφορετική τους φιλοσοφική προσέγγιση του δίπτυχου Άνθρωπος-Πεπρωμένο δια μέσω αναπαραστάσεων καθαρτικών κι απολυτρωτικών βιωμάτων. Ο θεατής είναι σαν να βρίσκεται παγιδευμένος σ’ ένα εργαστήρι αυτοκαταστροφής, όπου τα συμβάντα εξεικονίζονται σαν εμπειρίες και τα ψέματα σαν καθοριστική συνύφανση αινιγματικών πεποιθήσεων. Πόσο «αντικαθεστωτικό» εν τέλει δύναται να είναι ένα άτομο απέναντι στα αναγκαστικά προτάγματα βίου, τα οποία όσο κι αν παρακμάζουν σε γρανάζια πολυμερούς διπλωματίας, απαράλλαχτα αντανακλούν την ίδια «αλλαγή»…

 

Η βούληση της ελευθερίας…

Αυτό που οι Άγγλοι ονομάζουν piecemeal reforms στον τομέα πολιτικών αναλύσεων θέλοντας να εστιάσουν στην ισχύ των επιμέρους μεταρρυθμίσεων προς πιθανή βελτίωση κάθε συστήματος, μπορεί να αναχθεί με την πρωτογενή του δύναμη στο ζητούμενο του ισόβιου αγώνα επιβίωσης-διαβίωσης σαν εποχή νευρώδους μεγαλείου με τις εντάσεις της να προοιωνίζονται ιδιώνυμους ψυχολογικούς αφοπλισμούς. Η δημόσια δραστηριότητα εσωτερικεύει κι απομιμείται κάθε μορφή ιδιωτικότητας. Η επιζήτηση του συναισθήματος υποδουλώνεται στα σχήματα της ανάγκης. Τα ένστικτα διαμορφώνονται κάλλιστα από κατεστημένους με αόρατο τρόπο φορείς ακόμη και σε ανθρώπους, οι οποίοι φαντάζονται πως εκφεύγουν ακολουθώντας ψευδαισθήσεις ικανοποίησης. Είναι οι ηδονές και τα παιχνίδια, τα οποία σύμφωνα με τον Μαρκούζε «…αναπτύσσονται μη αποβλέποντας σε εξωτερική σκοπιμότητα αλλά σε υλοποίηση του πληρώματος της ανθρώπινης προσωπικότητας».

Αφ’ ης στιγμής οι ίδιοι οι μηχανισμοί των κοινωνικών δομών απολήγουν σε φυγόκεντρες δυνάμεις προσβολής τους, οιαδήποτε προσωπικότητα αναδύεται ευνουχισμένη κι αλλοτριωμένη. Αν ο Marx στις θεωρίες του διατείνεται πως «…το ζήτημα δεν είναι να ερμηνεύσουμε τον Κόσμο, αλλά να τον αλλάξουμε», ο άνθρωπος στην πραγματικότητά του αδιαφορεί για την ερμηνεία του Κόσμου και αποδέχεται μεσοπρόθεσμους συμβιβασμούς με την εκάστοτε παραδοσιακή ή μοντέρνα εξουσία, με μόνη προοπτική τη διαιώνιση της μονομέρειάς του. Η ελευθερία είναι μία «σωματική πράξη», η οποία δίνει νόημα και περιεχόμενο στην αξία του «θνητού» και της «αθανασίας». Κατά πόσον μπορεί να επαφεθεί στην αίσθηση και τη συνείδηση του καθενός, εγείρει το μείζον θέμα των κληρονομικών προνομίων. Κατ’ επέκταση τίθεται υπό πραγμάτευση διαφιλονικούμενη, αφού πολλοί επιχειρούν να την καταστήσουν νοητή σύμφωνα με τα δικά τους δεδομένα και ευνόητη στο δικό τους πλαίσιο κινήσεων.

Ο μονοδιάστατος άνθρωπος του Μαρκούζε σπουδάζει τα φραστικά του σφάλματα. Η γλωσσική του εμβέλεια συρρικνώνεται. Το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα «συμβουλεύει» προτάσεις σύντομες και σχεδόν μονολεκτικές διατυπώσεις. Οι βραχυγραφίες παρουσιάζουν το πλεονέκτημα του αδιαμφισβήτητου, στέκουν εύρωστες σε πιθανή αντιπαραβολή ή αντίφαση. Οι συντμήσεις δε εξουδετερώνουν την κριτική ικανότητα. Καμία αυτονομία δεν μπορεί να παγιωθεί, όταν η σημασιολογική εξακρίβωση των όρων αντιδρά προσεταιριστικά, με πρόδηλη την τυποποίηση της ουτοπίας. Κι έρχεται να επικουρήσει ο Ernst Bloch με την απαράβλητη ρήση του: «Ο μαγικός τύπος του αφηρημένου Λόγου, της απαγωγικής συναγωγής από αρχές είναι τετελεσμένος, πολύ περισσότερο δε το αστικό συμφέρον που τον προκάλεσε και τον χρησιμοποίησε».

Όπως ο Ρίτσος αγωνιούσε για τα καναρίνια του και ποιος θα τα ταΐζει κατά την απουσία του στις εξορίες, συγκεκαλυμμένη δίαυλος επικοινωνίας όταν έγραφε την ποιητική του σύνθεση «Αγαμέμνων», η αυτονομία παρεμφαίνει μία πολεμική έννοια, η οποία συγκεντρώνει βλήματα αυτεπίστροφα κατά της ίδιας της υπόστασής της, ετεροκαθορίζοντας το υπερφυσικό της αυτορρύθμισής της…

 

Σχετικά...

Pages: 1 2

Leave a Reply