Δέος αντίπαλον..

Δέος αντίπαλον…

Αγαπημένε  οδοιπόρε,

Όταν  τα  φώτα  σβήνουν,  κι  οι  αναπνοές  εξαχνώνονται,  φυσούν  οι  άσωστες  ακτές  του  μακρόκοσμου. Καταπίστευμα  αναπαλλοτρίωτο  σε  τούτη  την  αδειανή  παραμεθόριο, ν’  απαντήσει   προσπαθεί  στην  Κατερίνα  Γώγου, δίκην  προλόγου…

Κι  όταν  τον  υπολογιστή  σου  απενεργοποιείς,  ωθώντας  από  συνήθεια  την  καρέκλα  ν’  ακουμπήσει  στο  ξύλο.  Και  την  αίθουσα  γύρω  κοιτάζεις,  π’  αδειάσει  έχει  κι  οι  μαθητές  το  εργασιακό  έχουν   αποχαιρετήσει  περιβάλλον. Τότε  είναι  π’  αντιλαμβάνεσαι  την  επικρατούσα  ηρεμία  στον  χώρο,  τον  οποίο  οι  Άνθρωποι  διεμβόλιζαν  μ’  επιρροή  υπαρξιακή.  Τότε  είναι  που  στις  αισθήσεις  προσπίπτει  ο  ολοφυρμός,  αφού  με  την  απομάκρυνση  της  ανάσας  εγκατασπείρεται  κάτω  απ’  τα  έπιπλα  κι  επιτείνεται  με  της  νύχτας  την  ενθρόνιση.  Τότε  είναι  π’  ο  Τρόμος  σ’  αμμουδιά  σ’  οδηγεί   απέραντη.  Και  νιώθεις  καρφωμένο  πάνω  σου  το  στρογγυλόσχημο  της  Σελήνης  μάτι.  Σαν  ειλητάρι  το  νερό,  στ’  αδιαβάθμητο  σε  κυλινδρώνει  γαλανό.  Κι   οι  κώδικές    του   οι  μονοσύλλαβοι  ξαφνικά  σ’  αρπάζουν  απ’  το  χέρι,  στο  εσχατολογικό  να  βυθιστείτε  διάφανο,  τη    βουή  ν’  αποφύγεις  των  ήχων  και  τη  μακρόσυρτη  αναγόρευση  κανόνων,  π’  οψιγενής  ομοιάζει  σε  σχέση  με  τις  πρωτότοκες  δυνάμεις.  Η  αβυσσαλέα  χαράδρα της  ύπαρξης  μ’  αναθυμιάσεις  δύσμοιρες,  υποκείμενες  πάντα  σ’  αναθεώρηση,  κι  εφήμερες  αφού  δεν  ανανήφουν  στην  εμβριθή  ανάγνωση  των  μαιάνδρων.  Και  το  κολύμπι  αφετηρία  δεν  έχει,  ούτε  τερματισμό.  Κι  η  εν  γένει  απροσδιοριστία   ρηγμάτωση  να  προξενεί  στο   μεσοπέλαγο,  και    τ’  αλάφιασμα  τ’  αρχέγονο   στου  κλύδωνα  να  καταυλίζεται   τις  ταλαντώσεις.   Κυβίστηση  χωρίς  εγκυρότητα  προκαλούσε  το  πνεύμα  αντιλογίας  στων  αφρών  την  περιστολή, να  σε  κυκλώνει.   Μ’  άλμα  αστραπιαίο  δίνει  μια  ο  γρίφος  και  βγάζει  το  κεφάλι  έξω  απ’ την  ίσαλο  γραμμή,  σαν  αναδυομένη  με  φτερούγες  άυλες.  Η  διάθλαση   ΕΣΕΝΑ  ξεμακραίνει,  π’   εγκλωβισμένη  παραμένεις   στον  βυθό.  «Σκέψου  διαφορετικά.  Μη  φοβάσαι!  Θα  τα   καταφέρεις.»  Η  αρμύρα  δονούσε  τις  φωνητικές  της  τρομάρας   χορδές…

Λιμνάζοντα  τα  μνήματα  στον  προαύλιο  της  εκκλησίας  χώρο,  υποβαθμίζουν  τη  φέρουσα  ικανότητα  της  περιοχής.  Κι  αυτή  μ’  άρρυθμες  δρασκελιές    σε  πρόγραμμα  εντάσσεται, αποξήρανσης  ελών. Τα  στόματα  δεν  έφεραν ποτέ της  αλήθειας  τη  σφραγίδα.  Πως  να  επιβιώσεις,  αν  η  κρυψίνοια  δεν  συνιστούσε  την  πραγματικότητά  σου; Πως  να  μπλεχτείς,  όταν  όλα  παράταιρα  δείχνουν  πάνω  σου;

Κι  ενός  στιχοποιού  μόνο  η  πυροσειρίς   παραμόνευε   ουδέτερη  ηγεμονία, αυτοσκοπούς  περίφημους   ν’ αγκυροβολήσει.  Η  οσμή  της  κόκκινη,  της  λήθης  το  στίγμα  θέλησε να  εξαφανίσει,  σαν  ηθική  ανταπόδοση  ή  ποινική  μεταμέλεια.  Και  σε  γνώσεις  άρχισε  ν’  ανατρέχει  ορθολογικές,  προκειμένου  να  επιλύσει  τα  αινίγματα  του  θανάτου  ή  το  φυσιοκρατικό  του  νοήματος  εύρος,  διατυμπανίζοντας  πως  η  αθωότητά  σου  σ’  ενοχοποιεί  κι  αυτά  που  της  χρωστάς.

Κι  ήταν  τώρα  π’  άρχιζες  ν’  αναρωτιέσαι,  αν  η  αθωότητα  στα  όπλα  είναι  κρυμμένη,  που  να  πάρεις  δεν  πρόκανες.  Μιαν  αθωότητα  ετερόχρωμη  μ’  ιδιορρυθμίες  πλείστες.  Κι  η  διάνοιά  σου  δημιουργική  κι  οξυδερκής,  προεικόνιζε  τα  γεγονότα  την  έκβαση  αναμένοντας  και  την  τιμωρία.  Πόσα  χνάρια  να  βαθαίνουν  την  ψυχή   κι  οι  γύρω  να  μεταφράζουν  τη  σιωπή  ως  υπεροψία. Όταν  μιλιούνια  είδες  να  σιμώνουν  οι  ορδές.  Ακόμη-ακόμη  αν  κάτω  απ’  το  σεντόνι  επώαζε  το  λεκιασμένο  των  ερώτων,  που  η  τρυφερότητα  το  τρόμαξε.  Ή  μήπως  στης  αλήθειας  τις  κλωστές,  π’  ιστό  πρόσφερε  σ’  ατζαμήδες  έπαρσης. Πόσες  αμφισβητήσεις  και  δίχως  όρια,  ένα  παγωμένο  να  δεχτεί  μέρος;

Κι  εκείνο  που  πιο  πολύ  φοβόσουν  ήταν  μην  γίνεις  «ποιητής».  Και  δεν  είναι  που  στο  δωμάτιο  κλείστηκες,  μα  οι  τοίχοι  του  πλοκάμια  που  γιγαντέψαν  σαν  μόνοι  πρόθυμοι  να  σ’  αγκαλιάσουν.  Κι  ήρθες  κι  απολησμόνησες  κι  οι  φλέβες  σου  γίναν  λευκές.  Κι  η  ανάδρομη  του  αίματος  ροή  στο  διάβα  της  παρέσερνε  υπολογισμούς  πολύπλοκους.  Κι  η  πλατυρρήμονη  συντροφιά  στο  τετράγωνο,  π’  εύκολα  σου  πλάσαρε  απόψεις,  στ’  απέραντο  σ’  απόπεμψε  της  μελάνης.  Μα  καμιά  δεν  σε  δέχτηκε  ράτσα   κι  ας  σ’  είχαν  με  τ’  άρβυλο  λυώσει  στεγνά.  Και  βρέθηκες  μονάχη  στη  μέση  του  δρόμου  και  με  τον  φόβο    μεγαλύτερο  απ’  αυτόν  όλων  των  αδέσποτων  του  κόσμου.  Κι  ο  Καβαλάρης  απέναντι  την  Περσεφόνη  να  χτενίζει.  Δεν  ήξερες  πως  να  φερθείς  στον  Μαύρο  Ταξιδευτή.  Δεν  ήξερες  ποιο  το  νόημα  της  μιας  ή  της  άλλης  απάντησης,  αφού  οι  θνητοί  τα  κυήματά  τους  είχαν  εκπαιδευτεί  σε  πύργο  να  μαντρώνουν  μ’  ευοίωνες  προθέσεις.

Κι  εσύ  που  δραπετεύσει  είχες  μια  νύχτα  εν  μέσω  συνειδήσεως  επώδυνης;

Στην  πραγμάτωση  να  στερεώσεις  τα  φτερά,  διότι  η  λειτουργία  του  συμβολισμού  της  ύπαρξης,  απ’  την  οργανωμένη  επιτελείται  διπλωματία.  Κι  οι  αντιρρήσεις  για  «πλήρη  αφοπλισμό»  δεν  καταργούνται  με  συνθήκες.  Κι  όπως  οι  αντιμαχόμενες  πυρηνικές  Δυνάμεις  άλλη  διέξοδο  δεν  έχουν  εξόν  την  απειλή  της  χρήσης,  τους  ηχητικούς  ν’  αφουγκράζεσαι  του  Γίγνεσθαι  δαιδάλους,  μ’ ιδρωμένη  ν’  αγγίξεις  αφή  της  ασημαντότητας  τη  λυτρωτική  παραδοχή.  Της  καθάρσεως  να  ρουφήξεις  τη  βαθυκύανη  θλίψη.

Σχετικά...

Pages: 1 2

Leave a Reply