Φωνή Βοώντος εν τη Ερήμω

Φωνή Βοώντος εν τη Ερήμω…

Ο νέος αντιπροσωπεύει την ιδέα της Δίκης που εποπτεύει τη φιλαρχία των ενηλίκων, οι οποίοι ντυμένοι με κουρέλια βολοδέρνουν εν μέσω επίπλαστης φρόνησης κι υποκριτικής εντιμότητας σ’ έναν κόσμο που άκριτα μετέτρεψαν σ’ έρημο αχανή. Η ανοησία που είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας του ενήλικα να πει με λόγια αυτό που μόνο να δειχθεί μπορεί, δεν είναι μόνο λογικώς αβάσιμη αλλά και ηθικώς ανεπιθύμητη. Δισταγμοί κι ενδοιασμοί, σαν φακοί άλλοτε αποκλίνοντες κι άλλοτε συγκλίνοντες, εδραιώνουν την επιθυμία παραδοχής αυτής της ευθύνης, με όσο το δυνατόν περισσότερη ενάργεια κι ειλικρίνεια, ως είδος χρέους. Κι είναι το αλάφιασμα, συνακόλουθο όλης αυτής της αγωνίας, που πυροδοτεί τη βαθειά απελπισία και την ατόφια λύπη για να τον οδηγήσει σ’ απόκρημνο βράχο και να υψώσει λάβαρο απολογητικό.

Εν τέλει η διαλογικότητα κορυφώνεται εν μέσω του ολοκαυτώματος που τους περικυκλώνει εντείνοντας τη δραματική αίσθηση που ξεχύνεται Κι όσο οι σκιές σκιρτούν, η αλήθεια ενατενίζει γρίφους κι αινίγματα που κυριολεκτικά πολιορκούν από παντού. Ακκίζεται αποκρίσεις γνωρίζοντας ταυτοχρόνως πως η Απάντηση ίσως ν’ αποδειχτεί ικανή να την συνθλίψει υπό το βάρος της ίδιας της αποκάλυψης. Κι όσο οι εικονικοί φίλοι πολλαπλασιάζονται, στη μοναξιά προορίζεται σαν θέση το μεταίχμιο, η τρομερή κόψη ανάμεσα στο αρχέγονο «Είναι» και στο μελλοντικό «Μηδέν». Κι ενώ ο ενήλικας είχε παρουσιαστεί κατ’ αρχάς βαθμοφόρος κι εξ απορρήτων συμβουλάτορας, καταλήγει σε προσωπική συντριβή, κι ως εκ τούτου σ’ ομολογία των καταστροφικών πεπραγμένων, δωρίζοντας εμπράκτως κι άνευ φανφαρονισμών τον μίτο στον νέο εν είδει δείγματος καλής θελήσεως. Για να μη συνιστά το «Είναι» το στοιχείο που θα καταβάλλεται ούτε το «Μηδέν» εκείνο που θα υστερεί. Για να μη συνιστά το «Είναι» τη συνιστώσα που θα επιβάλλεται ούτε το «Μηδέν» εκείνη που θα υπερτερεί.

Κι η αυλαία πέφτει με τον ενήλικα αδύναμο να θωρεί άναυδος τον ανήλικο να φεύγει αφήνοντας μετέωρο τον πόθο του περί συγχώρεσης.
Κι αν θα μπορούσαμε να εστιάσουμε σε κοινό όφελος, είναι πως απλά κανείς απ’ τους δυο τους δεν βρίσκει στέρεο έδαφος να στήσει την κιβωτό του, αλλά μπόρεσαν κατ’ ελάχιστο να γίνουν Δότες και Λήπτες Λόγου. Και σ’ αυτό βοηθά η ελληνική γλώσσα με την εννοιολογική της ιδιοτυπία μέσω της περιγραφής ιδιοτήτων που αναδεύει το σώμα ηχητικά. Πολλές φορές ο αρχικός θρίαμβος σύλληψης της συναρπαστικής υφής του λόγου αποκτά δυσανάλογη έκταση για να καταλήξει σ’ αναθεωρήσεις και να μεταφραστεί σ’ εναλλασσόμενα πρόσωπα με χαμόγελο περιπαικτικό, όχι προς τον αναγνώστη αλλά προς τον ορισμό της προσωπικής του συνειδήσεως και ταυτότητας, αφού με την έκθεσή του στο κοινό ο εκάστοτε δημιουργός απεκδύεται κάθε προσχηματικό χιτώνα κι οι δυσδιάκριτης σημασίας όροι προτάσσονται εν είδει ύστατης προσπάθειας επιβίωσής του.

Το όλο εγχείρημα συντόνισε η Ευαγγελία Τυμπλαλέξη περνώντας τις Συμπληγάδες της ενδοχώρας, με την Έλενα Κουκιάσα μαθήτρια δεκαεφτά ετών να διαλαμβάνει λεπτομερώς κι εκστατικά την πρόκληση.

 

 

Το γυροσκόπιο αντίληψης της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη οδυνάται για τα κακώς κείμενα στον Πλανήτη. Νιώθει να πάλλεται σε χώρο μαγνητικά απομονωμένο και η πυξίδα έχει χαθεί.

Σχετικά...

Pages: 1 2

Leave a Reply