Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί

Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί…

Αγαπημένε οδοιπόρε,

 

Κι οι μνήμες σου έλειπαν για κάμποσο καιρό απ’ το σπίτι. Πάλι!

Οι συνωμοτικές συνομιλίες του περίγυρου σ’ αηδίαζαν. Υποτιμούσαν τη νοημοσύνη ή απ’ τη μετάληψη σ’ απέκλειαν λύπης;

Το φαράγγι της σιωπής απλησίαστο και σε καμία απ’ τις δύο περιπτώσεις δεν τους συγχωρούσες. Την κοινωνία σου στερούσαν των τελευταίων στιγμών, οι οποίες δικαιωματικά σου ανήκαν. Τα βράδια μούσκευες το μαξιλάρι κι ύστερα εξαντλημένη απ’ τ’ αδιάκοπο μοιρολόι αποκοιμιόσουν με την κρυφή ελπίδα πως θα ξυπνούσες σ’ ένα μεθυσμένο πρωινό κι οι μαριονέτες οινοβαρείς θα μετανοούσαν για όλα τ’ αμαρτήματα τους.

Μα ο ξύπνος αγγελόκρουε το ίδιο λαθρόβιο τοπίο, κι εσύ να επιδαψιλεύεις την αρχή και το τέλος. Όταν αντίκρισες τη μνημοσύνη, αποστεωμένη με ζυγωματικά εξογκωμένα κι εξόφθαλμους λοβούς στις κόγχες, δεν έκλαψες.

Όχι! Δεν έκλαψες. Με μανδύα περιβλήθηκες χάλκινο, ήξερες πως έπρεπε να ετοιμαστείς για μάχη, μια μάχη άνιση, κι όσες διαπραγματεύσεις να έκανες με τον εχθρό άκαρπες θα απόβαιναν.

«Όλα θα πάνε καλά.»

Νόμιζες πως μπορούσες τα λόγια τούτα να εμπιστευτείς, ή ίσως να ήταν εσώτερη χρεία να μην αμφιβάλλεις. Ίσα που πρόλαβες να δεις το ασθενοφόρο απ’ το παράθυρο. Η σειρήνα του τσάκιζε τη νυχτερινή ηρεμία. Χωρίς ν’ ανάψεις φως, ακούμπησες τα γυμνά ποδαράκια στο κρύο πλακάκι και ψαχούλεψες το σκαμνί για να πατήσεις πάνω. Αδείλιαστα την κουρτίνα τράβηξες κι είδε το όχημα ν’ αλαργεύει. Όλες οι αισθήσεις αντέστησαν ερρωμένως, αλλά ήταν η ίδια εικόνα που θα τάραζε τον ύπνο σου για πολλά βράδια στο μέλλον.

Και το σκαμνί δεν το μετακίνησες μπροστά απ’ το παράθυρο. Να προλάβεις ήθελες, σε περίπτωση που άκουγες το όχημα να επιστρέφει.

Γιατί ποιος ξέρει μπορεί να ξεγλιστρούσε η μνήμη της εκδημίας. Ίσως ο Ερμής να τη λυπόταν. Ίσως να χάριζε περισσότερους οβολούς, επειδή αν ο Μένιππος ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που κατάφερε να κάνει τ’ Αχέροντα τον διάπλου χωρίς να πληρώσει, γιατί να μην ήταν κι αυτή η Μνήμη, η οποία θα δωροδοκούσε τον βαρκάρη στον ποταμό του Θρήνου και θα ξέφευγε;

Οι μύθοι αντιπροσωπεύουν τα ωραιότερα άνθη που δρέπει ο θνητός απ’ τους λειμώνες του φαντασιακού. Κι εσύ π’ υποστήριζες ένθερμα τη σοβαρότητά τους, η οποία ναι μεν παραλλάσσεται ανάλογα με τον τόπο καταγωγής, ομοιάζει ωστόσο σε εσχατολογικό επίπεδο, αφού αφορά στα τέλη του ανθρώπου και του κόσμου, γιατί να μην ισχύουν και οι πιθανότητες απόδοσης προσωπικής διερμήνευσης κι απόχρωσης, ώστε να είσαι εσύ που θα ορίσεις τη συναγωγή συμπεράσματος; Κι όταν αυθαίρετα η λογική το έκανε με δική της πρωτοβουλία, αμίλητη με σουφρωμένα χείλη κι όψη συνοφρυωμένη το μετατόπιζες ξανά στη νέα του θέση μέχρι η σύνεση να παραιτηθεί. Το σκαμνί είχε ταχθεί ερήμην του σε σπουδαία αποστολή.

«Ράθυμο περιβάλλον, σαν να οκνεύει τούτο το κτήριο!» έστεκες για ώρα εκεί ασάλευτη. Ν’ αγγίξεις το ρόπτρο ή όχι…

Το λογιστικό κυβερνά! Φθόγγοι σημαδεμένοι τα πυρπολημένα πετούν αστέρια σε πίνακα πειθαρχημένου ερμητισμού, με ταχύτητα ασύλληπτη. Τα πάντα άψογα διατεταγμένα.

Το θυμοειδές υπακούει! Σε πλήρη με τον βαθύτερο εαυτό του αρμονία γυάλινες μηχανεύεται ονειροπαγίδες κι ανάπαυση σου προσφέρει στου νήδυμου τη νηνεμία. Φαινομενικός ο δυναμισμός!

Το επιθυμητικό υποδεέστερο. Πίσω απ’ τη γρίλια παρατηρεί τη μεγάλη λεωφόρο και τ’ αναπάντεχα κρυφοζηλεύει μυστικά της, καθώς ανεστραμμένο το είδωλό τους στην οθόνη κατατάσσεται τ’ αμφιβληστροειδούς. Στολές φανταχτερές μ’ ευτελή κεντημένες πλουμίδια! Τυμπανοκρουσίες και πυροτεχνήματα… τροφή για αμαθεστάτους!

Όλες οι αναλύσεις απ’ της αμφιβολίας εκπορεύονται την αγρυπνία, κι οι τριγμοί στα έπιπλα τη μομφή απηχούν στον αντίλαλο. Σβήσε το λυχνάρι, μη και τον επίμονο αποφύγεις σπαραγμό τους.

Να κατευθύνεσαι προς τη σκάλα, που το φιδογυριστό της ήγειρε αρχέγονους φόβους, το μονόδρομο απέκλειε πιθανό λοξοδρόμημα.

Ν’ ανεβαίνεις πρωτόγνωρο υπολογίζοντας ολίσθημα σε βάθη αινιγματικότητας κι άχρονης αγωνίας.

Κι όλα τα πνεύματα να περιτρέχουν σαν αλόγατα την ομήγυρη κι απ’ το πρόσφορο να ηδονίζονται του τρόμου.

Η εισδοχή επιφύλασσε θερμή υποδοχή στο σκουριασμένο κλειδί, το οποίο στριφογύρισε δύο φορές πριν η πόρτα ανοίξει διάπλατα για να κορέσει τη ριγηλή ανυπομονησία. Ν’ ανακαλύψεις τ’ ακριτικό καμαράκι που άστραφτε και βροντούσε στις παρυφές της εγκοσμιότητας. Έν’ άλγος ατάραχο συμφυόταν με ποιόν ακλόνητης γραφικότητας. Καλωσόρισμα αμετάθετο στη χώρα των θαυμάτων. Τ’ αντικείμενα γυαλίζονταν το ένα μέσα στο άλλο, διάπυρες ακίδες που διασταυρώνονταν χωρίς να συντρέχει λόγος και βέβαιη η συνεννόηση στης βουής τα ρείθρα. Όλες οι αισθήσεις τελεσφορούσαν εδώ μέσα. Στην ακμή του ξυραφιού το παν, στην αντίπερα υπαινισσόταν το μηδέν. Η σιωπή που δεν διαρρηγνύει τα ιμάτιά της σαν η εύηχη ατμόσφαιρα σφυροκοπά τα μηνίγγια. Και στον μοναδικό ελεύθερο τοίχο κρεμόταν ένας τεράστιος πίνακας ζωγραφικής, ο οποίος απεικόνιζε έναν αμμώδη λόφο καταμεσίς μιας νοτισμένης ερήμου, περιβεβλημένο απ’ αχνόφεγγο και με καρφωμένες στην υπόστασή του δύο φαραγγώδεις τρύπες. Ενδεχομένως αυτές ενέκρυπταν έν’ άλυτο μυστήριο οιονεί συμβιβαστική λύση.

Κι εκείνη η αστρόπτωση που πλαισίωνε τον αμμουδένιο όγκο, δυνάμει απαρηγόρητο, και κάρπιζε εσώτατους πόθους;

Σχετικά...

Pages: 1 2

Leave a Reply