Ο Διάβολος με το κηροπήγιο

Ο Διάβολος με το κηροπήγιο

ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ, Κύριε, να μιλώ, στερεωμένος με σύρματα μέσα στην τε-
φροδόχη,
να παραδίνομαι χωρίς να μου το ζητούν. Και μόνο οι νεκροί μπορούν
ν’ αντέξουν τόση αφθονία πραγμάτων
αφού πια δεν τα χρειάζονται–βήχοντας από φθόνο, με μισό πανωφόρι,
καφετί, σαν τα τραίνα της θείας Ελένης,
τις νύχτες ακούγαμε τις πυροσβεστικές αντλίες που έτρεχαν δαιμονισμένα, πολλοί είχαν μαγκωθεί ανάμεσα σε τόσα απλά πράγματα και πέθαιναν
αβοήθητοι, άλλοι είχαν καρατομηθεί καθώς έσκυβαν να βρούνε
τα παπούτσια τους έναν ολόκληρο χρόνο, μάλιστα, ήμουν ανήσυ-
χος για μια φτωχή αλατιέρα, μαύρη απ’ τη λίγδα ή τα κακά προαι-
σθήματα,
Φορτηγά γεμάτα καταδίκους διάβαιναν τραντάζοντας τη γέφυρα,
γεγονότα παλιά ξεχασμένα στέκονταν στις γωνιές, σαν τους μονόφθαλ-
μους έξω απ’ τα φαρμακεία–
ποιος πρόδωσε; ποιος μπήκε στο λεωφορείο; ποιος δεν ξέχασε!
Όλα συγκεχυμένα, με μόνο τον αλέκτορα να θυμάται κάθε πρωί
την καταστροφή που αρχίζει. Κι όταν με φωνάζουν, γυρίζω απλώς από
κακία
διαιωνίζοντας την ψευδαίσθησή τους.

Η αληθινή ζωή μας, σκέφτομαι καμιά φορά, παίζεται πίσω απ’ τον
τοίχο
και το έγκλημα ήταν από καιρό προμελετημένο– δεν έλειπε ούτε η
υπόσχεση, ούτε ο χλωμός νοικάρης, ούτε ο άφωνος δρόμος με τα
κλειστά μαγαζιά,
δυστυχισμένος κόσμος, δε θα μάθει ποτέ τι έγραφε αυτή η πανάρχαια
χαμένη σφραγίδα
και πως μια ομπρέλα είναι κι εκείνη ένα φάντασμα που δε συγχωρεί.

Φίλοι μου, που νύχτες ολάκερες μιλούσαμε για τις τύχες του κόσμου,
ανάμεσα στις μικρές παύσεις της συνομιλίας μας ήταν, ίσως, ό,τι κληρο-
δοτήσαμε στους άλλους– ακατόρθωτο
για να επιζήσει, και τόσο οικείο ώστε να προσπερνάς χωρίς να το βλέ-
πεις, σχεδόν.

Ω, αν είχα δικό μου ένα μόνο τηλεφωνικό θάλαμο
ή μια πιο καθαρή οδοντοστοιχία, ίσως τότε πολλά εγκλήματα θα ‘χαν
αποφευχθεί, ή έστω,
επισημανθεί εγκαίρως. Τ’ άλλα θα μείνουν άγνωστα–
σαν ένα άξαφνο κουδούνισμα από κάποιον που ‘χει κιόλας απομακρυνθεί
μια μυρωδιά θαμπή που χάθηκε πριν προλάβεις να θυμηθείς, λίγος αχνός
απ’ το παιδικό τσάι
που τόσες θεομηνίες δεν μπόρεσαν να τον σκορπίσουν ακόμα.

Ω, αν είχα τη δύναμη, θα έφτιαχνα ένα χέρι στο δρόμο για τους τυφλούς
ή εύκολα αινίγματα για τους κουρασμένους,
θα έφτιαχνα ένα φλύαρο κοιμητήρι που να μας διηγιέται το βράδυ τα πα-
λιά

ή θ’ αέριζα τα σεντόνια όπως σ’ ένα ναυάγιο. Είμαι, λοιπόν, ξεγραμμένος

σαν το θαύμα που κάνει ακόμα πιο αβέβαιη τη ζωή…

(Συνεχίζεται στην επόμενη σελίδα)

Σχετικά...

Pages: 1 2 3 4

Leave a Reply