Μαρία-Νεφέλη

Μαρία-Νεφέλη

Ο ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

 

Ο Αντιφωνητής λέει:

 

Δεν σκαμπάζω γρυ από προπατορικά αμαρτήματα
και άλλα των Δυτικών εφευρήματα.
Όμως αλήθεια εκεί μακριά
στη δροσιά των πρώτων ημερών
πριν από το καλύβι της μητέρας μας
τι ωραία που ήταν!

Τα λευκά των αγγέλων σαν να τα θυμάμαι
κλείναν μπροστά μα τ’ άφηναν ξεκούμπωτα
ίδια κορίτσια με ποδιές απ’ αυτά που δουλεύουνε

στα κομμωτήρια
θαύμα -και όλα τα γεράνια
σ’ ένα μακρύ πεζούλι ασβεστωμένο
γυρισμένα στον άνεμο έβλεπες ν’ αλέθουνε
ασταμάτητα τη μαύρη ψίχα του ήλιου.

Μέρες νωπές στην όμπρα και στη σιένα
που ‘μοιαζε το νησί μ’ ένα Λασήθι απέραντο
ελαφρύ και απιθωμένο μόλις
πάνω σε μια θαμπωτική θρυψαλιασμένη θάλασσα.

Το ‘να πόδι πάνου στ’ άλλο
στην αμμουδιά που ρίγωνε ο αέρας
όλο σπίθα χρυσή απ’ τους φτερνιστήρες
να καλπάζουν έβλεπα θυμάμαι
κορίτσια του σιρόκου με δροσερούς γλουτούς
ξετυλίγοντας ένα μαλλί από κύτισο·
κι η καρδιά μου αντίκρυ στα γυμνά βουνά
ντούκου ντούκου αντηχούσε καθώς μπενζινοκάικο.

Ήτανε στον καιρό του Φύλλου του Γυαλιστερού
όπου βασίλευαν ο Σάθης κι η Μηριόνη.

Τις νύχτες είχα νόημα – το ‘δινα σ’ όλα τ’ αηδόνια
κι ήταν ο ύπνος ο γλυκός γιομάτος μισοφέγγαρα
ρυάκια σε ντο μείζονα για βιόλα ντ’ αμόρε.

Ήτανε μαργαρίτες που τις έτρωγες
κι άλλες που ανάβανε μες στο σκοτάδι σαν βεγγαλικά·
μουγκρίζανε οι αφάνες κι έκαναν τον έρωτα·
κάτω απ’ τα πόδια σου περνούσανε άστρα
σαν κοπάδια ψαριών και το μπουγάζι
μπλε βαθύ προχωρούσε στα σπλάχνα σου –
τι ωραία που ήταν!

Οι άγγελοι με πειράζανε· πολλές φορές
συναγμένοι γύρω μου ρωτούσανε:
«τι έστιν πόνος;» και «τι νόσος;» και διόλου δεν ήξερα.
Δεν ήξερα δεν είχα καν ποτέ μου ακούσει για
το Δέντρο απ’ όπου μπήκε ο θάνατος στον κόσμο.
Λοιπόν; Ήταν αλήθεια ο θάνατος; Όχι αυτός- ο άλλος
που θα ‘ρθει με το πρώτο κλάμα του νεογέννητου; Ήταν αλήθεια
το άδικο; Η μανία των εθνών; Και ο μόχθος νύχτα-μέρα;

Στην ευνή των βοτάνων βύζαινα τη λουίζα
κι οι Αρχάγγελοι όλοι Μιχαήλ Γαβριήλ
Ουριήλ Ραφαήλ
Γαβουδελών Ακήρ Αρφουγιτόνος
Βελουχός Ζαβουλεών γελούσανε σαλεύοντας
τις χρυσές τους κεφαλές καθώς αραποσίτια·
ξέροντας πως ο μόνος θάνατος ο μόνος είναι αυτός
που έφτιαξαν με το νου τους οι άνθρωποι

Και το μεγάλο ψέμα τους το Δέντρο δεν υπήρχε.

Την αλήθεια τη «φτιάχνει» κανείς

ακριβώς όπως φτιάχνει και το ψέμα.

 

 

 

Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ

Και η Μαρία-Νεφέλη

 

Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.
Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη και όταν
έμενα στο προσκέφαλό μου μπρούμυτα
τιμωρημένη
ώρες και ώρες.
Ένιωθα το δωμάτιό μου ανέβαινε
δεν ονειρευόμουν -ανέβαινε
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν εκείνο που έβλεπα πως να το πω
κάτι σαν την «ανάμνηση του μέλλοντος»
όλο δέντρα που έφευγαν βουνά που άλλαζαν όψη
χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά
σαν εφηβαία -φοβόμουνα και μου άρεσε
ν’ αγγίζω μόλις τα καμπαναριά
να τους χαϊδεύω τις καμπάνες σαν όρχεις και να χάνομαι…

Άνθρωποι μ’ ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά
και μου χαμογελούσανε·
κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι: «Δεσποινίς»
φοβόμουνα και μου άρεσε.
‘Ήταν οι «πάνω άνθρωποι» έτσι τους έλεγα
δεν ήταν σαν τους «κάτω»·
είχανε γενειάδες και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια ·
μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα
και μου ‘βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικάπ.
‘Ήταν θυμάμαι «Η Αννέτα με τα σάνταλα»
«Ο Γκέυζερ της Σπιτσβέργης»
το «Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δε θα μας έρθει»
(ναι θυμάμαι και άλλα)
το ξαναλέω- δεν ονειρευόμουν
αίφνης εκείνο το «Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί για σένα».
Μου το ‘χε φέρει ο Ιππότης-ποδηλάτης
μια μέρα που καθόμουνα κι έκανα πως εδιάβαζα
το ποδήλατό του με άκρα προσοχή
το ‘χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου·
υστέρα τράβηξε το σπάγκο κι εγώ κολπώνομουν μες στον αέρα
φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα
κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι που αγαπούνε
τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου·
φοβόμουνα και μου άρεσε
το δωμάτιο μου ανέβαινε
ή εγώ —δεν το κατάλαβα ποτέ μου
Είμαι από πορσελάνη και μαγνόλια
το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας
ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες όπως
ένας απειροελάχιστος σεισμός
που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι και τα νήπια·
δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας
και όμως η εναντίωση
αείποτε μ’ έθρεψε και αυτό εναπόκειται
σ’ εκείνους με το μυτερό καπέλο
που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου
τις νύχτες να το κρίνουν. Κάποτε
η φωνή της σάλπιγγας από τους μακρινούς στρατώνες
με ξετύλιγε σαν σερπαντίνα και όλοι γύρω μου
χειροκροτούσαν -απιστεύτων χρόνων θραύσματα
μετέωρα όλα.
Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές
μπρούμυτα στο προσκέφαλό μου
θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό που με πιτσίλιζαν
τι ωραία Θεέ μου τι ωραία
χάμου στο χώμα ποδοπατημένη
να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου
ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.

Κι από την ανάποδη φοριέται η φαντασία

και σ’ όλα τα μεγέθη της.

(Συνεχίζεται στην επόμενη σελίδα)

Σχετικά...

Pages: 1 2 3 4 5 6 7 8

Leave a Reply