Μαρία-Νεφέλη

Μαρία-Νεφέλη

ΠΑΤΜΟΣ

 

Η Μαρία-Νεφέλη λέει:

 

Είναι πριν τον γνωρίσεις που αλλοιώνει ο θάνατος·
από ζώντας με τις δαχτυλιές του επάνω μας
ημιάγριοι το μαλλί αναστατωμένο σκύβουμε
χειρονομώντας πάνω σ’ ακατανόητες άρπες. Αλλ’
ο κόσμος φεύγει…
Αϊ αϊ δυο φορές τ’ ωραίο δε γίνεται
δε γίνεται η αγάπη.

Κρίμας κρίμας κόσμε
σ’ εξουσιάζουν μέλλοντες νεκροί·
και κανείς κανείς δεν έλαχε
δεν έλαχε ν’ ακούσει ακόμη
καν φωνήν αγγέλων καν υδάτων πολλών
καν εκείνο το «έρχου» που σε νύχτες αϋπνίας μεγάλης
ονειρεύτηκα

Εκεί εκεί να πάω σ’ ένα νησί πετραδερό
που ο ήλιος το λοξοπατάει σαν κάβουρας
κι όλος τρεμάμενος ο πόντος ακούει κι αποκρίνεται.

Πάνοπλη με δεκάξι αποσκευές με sleeping bags και χάρτες
πλαστικούς σάκους κοντάμετρα και τηλεοπτικούς φακούς
κιβώτια με φιάλες μεταλλικό νερό
κίνησα -δεύτερη φορά- και τίποτα.

Κιόλας η ώρα εννιά στο μόλο της Μυκόνου
έσβηνα μες στα ούζα και στα εγγλέζικα
θαμώνας ενός ουρανού ελαφρού όπου όλα
τα πράγματα βαραίνουν δυο φορές το βάρος τους
ενώ τεντώνεται από τ’ άστρα ο λώρος
να κοπεί και χάνεσαι…

Κοιμήθηκα όπως μόνον μπορεί να κοιμηθεί κανείς
πάνω σ’ ένα κρεβάτι που το ζέσταναν οι ράχες άλλων
βάδιζα λέει σε παραλία ερημική
όπου η σελήνη αιμορραγούσε και δεν άκουγες παρά
του άνεμου τα πατήματα πάνω στα σάπια ξύλα.
Ως το γόνατο μες στα νερά πήρα να φέγγω
από μέσα μου μεράκι αλλόκοτο
άνοιξα τα πόδια

σιγά σιγά τα σπλάχνα μου άρχισαν
μωβ κυανά πορτοκαλιά να πέφτουν
με στοργή σκύβοντας τα ‘πλενα ένα ένα
προσεχτικά προπάντων στα σημεία που έβλεπα
να ‘χουν αφήσει ουλές οι δαγκωνιές του Αόρατου.

Ώσπου τα μάζεψα όλα στην ποδιά μου
δίχως να βηματίσω προχωρούσα
φυσούσε η μουσική και μ’ έσπρωχνε
κομμάτια θάλασσες εδώ – κομμάτια θάλασσες πιο πέρα.
Θε μου που πάει κανείς όταν δεν έχει μοίρα
που πάει κανείς όταν δεν έχει αστέρι
άδειος ο ουρανός άδειο το σώμα
και μόνο η πίκρα στρογγυλή γεμάτη
μες στη σελήνη τη μισή σαλεύοντας τ’ αγκάθια της
ένας ακόμη που δε γίνεται ποτέ να πιάσεις
θηλυκός αχινός.

Επάνω κει ξύπνησα μες στο ξένο σπίτι·
πασπατεύοντας μέσα στα σκοτεινά το χέρι μου
πάνω στο ψαλιδάκι των νυχιών έβρισκε την αιχμή.
Λύση της συνεχείας του δέρματος
η αιχμή λύση της συνεχείας του κόσμου.
Εδώθε ο χαμός – εκείθε η σωτηρία.
Εδώθε το mercurochrome το tensoplast
εκείθε το θηρίο λυμαίνοντας τις ερημιές
ουρλιάζοντας δαγκώνοντας
σούρνοντας μέσα στους καπνούς τον ήλιο.

Όταν ακούς αέρα

είναι η Γαλήνη που βρικολάκιασε.

 

 

 

Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ

Και ο Αντιφωνητής λέει:

 

Στενός ο δρόμος – τον πλατύ δε γνώρισα ποτέ
ανίσως κι ήταν μια φορά μονάχα
τότες που σε φυλούσα κι άκουα θάλασσα…
Κι είναι από τότες λέω – είναι η ίδια η θάλασσα
φτάνοντας μες στον ύπνο μου που ‘φαγε τη σκληρή την πέτρα
κι άνοιξε τ’ αχανή διαστήματα. Λόγια που έμαθα
σαν περάσματα ψαριών πράσινα
με γαλάζια κιμωλία χαρακωμένα
παραμιλητά που ξυπνητός ξεμάθαινα
και πάλι κολυμπώντας ένιωθα κι ερμήνευα
Ιωάννης των ερώτων
μπρούμυτα
στις κουβέρτες κρεβατιού επαρχιακού ξενοδοχείου
με το γλόμπο γυμνό στην άκρη από το σύρμα
και τη μαύρη κατσαρίδα σταματημένη πάνω απ’ το νιπτήρα.
Προς τι προς τι να ‘σαι άνθρωπος
ο βαθμός της πολυτέλειας μες στο ζωικό βασίλειο
τι μπορεί να σημαίνει
εξόν κι αν έχεις ώτα ακούειν
μη φoβού α μέλλεις πάσχειν.

Εγώ δεν εφοβήθηκα
εγώ διόλου ταπεινά όμως υπόμεινα
εγώ το θάνατο είδα τρεις φορές
εγώ με διώξανε απ’ τις πόρτες έξω.

Αν έχεις ώτα ακούειν. Εγώ άκουσα
βουή σαν από πελαγίσιον κόχυλα
και στρέφοντας μέσα στο φως άξαφνα είδα
τέσσερα μελαψά στην όψη αγόρια
οπού φυσούσαν κι έσπρωχναν έσπρωχναν κι έφερναν
κομμάτι γης φτενό ζωσμένο στην ξερολιθιά
όλο όλο εφτά ελαιόδεντρα
κι ανάμεσό τους γέροντας έμοιαζε βοσκός
το πόδι του ξυπόλυτο πάνω στην πέτρα.
«Εγώ είμαι» μου είπε «μη φοβάσαι
κείνα που ‘ναι γραφτό να πάθεις.»
Και το χέρι το δεξί τεντώνοντας
μου ‘δειξε μες στην απαλάμη του τα εφτά βαθιά χαράκια:
«Τούτες είναι οι θλίψες οι μεγάλες
και αυτές θα γραφτούν στο πρόσωπό σου
όμως εγώ θα σου τις σβήσω με το ίδιο ετούτο χέρι
που τις έφερε».

Και μεμιάς πίσω απ’ το χέρι του είδα – φάνηκε
συρφετός πολλών αλαλιασμένων από τρόμο ανθρώπων
οπού φώναζαν κι έτρεχαν έτρεχαν κι έσκουζαν
«Ιδού έρχεται ο Αβαδδών ιδού έρχεται ο Απολλύων».
Ένιωσα ταραχή μεγάλη, και όργητα
με κυρίεψε. Αλλ’ ο ίδιος συνέχισε:
«Κείνος που αδίκησε ας αδικήσει ακόμη. Κι ο βρομιάρης
ας βρομίσει περισσότερο. Κι ο δίκαιος
πιο δίκαιος ας είναι». Κι επειδή αναστέναξα
με γαλήνη απέραντη άπλωσε το χέρι
αργά πάνω στο πρόσωπο μου

κι ήταν γλυκύ σαν μέλι αλλά πικράθηκαν τα σωθικά μου.
«Δει σε πάλιν προφητεύσαι επί λαοίς και έθνεσι
και γλώσσαις και βασιλεύσι πολλοίς»
είπε· και βγάζοντας λευκές φωτιές έσμιξε με τον ήλιο.

Τέτοιο το πρώτο μου όνειρο που ακόμη
νάν το χωρίσω απ’ τις φωνές της θάλασσας
και να το σώσω καθαρό δεν γίνεται
Δεν γίνεται μέσα στα λόγια τ’ όνειρο.
Το ψέμα μου είναι τόσο αληθινό
που ακόμη καίν τα χείλη μου.

Αν δεν στηρίξεις το ένα σου πόδι έξω απ’ τη Γη
ποτέ σου δεν θα μπορέσεις να σταθείς επάνω της.

(Συνεχίζεται στην επόμενη σελίδα)

Σχετικά...

Pages: 1 2 3 4 5 6 7 8

Leave a Reply